ΧΡΗΣΙΜΟΙ ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Designed by Asterias GDG
Η οροσειρά του Ολύμπου καταλαμβάνει το κεντρικό τμήμα της νότιας Λέσβου δημιουργώντας το γεωφυσικό ανάγλυφο ανάμεσα στους δυο κόλπους του νησιού. Ο ελαιώνας, μέρος του δάσους τραχείας πεύκης και ο καστανιώνας καλύπτουν όλη σχεδόν την επιφάνεια η οποία παρουσιάζει έντονη πτύχωση με βαθιές ρεματιές.
Μεγάλοι χείμαρροι, όπως ο Ευεργέτουλας, ο Σεδούντας, ο Πριόνας, ο Βούρκος και ο Βούβαρης, δημιουργούν περάσματα προς την ενδοχώρα τα οποία χρησιμοποιήθηκαν ως οδοί επικοινωνίας στο ορεινό αυτό τμήμα του νησιού. Λιθόστρωτα που δείχνουν αυτό το πυκνό οδικό δίκτυο σώζονται ακόμα παντού. Το γεωλογικό υπόβαθρο είναι ασβεστόλιθοι και σχιστόλιθοι στο ανατολικό τμήμα και μεταγενέστερος ηφαιστειακός ιγνιβρίτης στην περιοχή του Πολιχνίτου.
Η παρουσία του ανθρώπου ανιχνεύεται στην περιοχή από την παλαιολιθική εποχή με τα εργαλεία στην περιοχή του Πολιχνίτου όπου υπάρχουν οι θερμές πηγές. Κατά τη Νεολιθική περίοδο και την εποχή του Ορειχάλκου, εκτός από τις παραθαλάσσιες θέσεις (Κουρτήρ και Χαλακιές κόλπου Καλλονής και Αγ. Βαρβάρα Πλωμαρίου), έχουν εντοπιστεί και αρκετές μικρές θέσεις σε λόφους, αγροτοκτηνοτροφικοί οικισμοί στην πολιτισμική ομάδα του πολιτισμού του ανατολικού Αιγαίου.
Με την αιολική εγκατάσταση από την 1η π.Χ. χιλιετία η περιοχή του Ολύμπου καταχωρίζεται από τα δεδομένα στην επικράτεια της Αρχαίας Μυτιλήνης, εκτός από τη δυτική παραλιακή λωρίδα στον κόλπο της Καλλονής (περιοχή Πολιχνίτου), η οποία ανήκει στην Πύρρα (περιοχή Αχλαδερής).
Ο ασβεστολιθικός εντυπωσιακός κώνος του Ολύμπου δεσπόζει στην περιοχή με τα 967 μέτρα της κορυφής του, καλυμμένης τώρα από ποικίλες τηλεοπτικές κεραίες. Κάτω από αυτόν απλώνεται η κωμόπολη της Αγιάσου με το πασίγνωστο προσκύνημα της Παναγίας και την παραδοσιακή οικιστική της δομή. Περιβάλλεται από πυκνή βλάστηση, όπου κύριο ρόλο παίζουν οι καστανιές, οι ελιές και τα πεύκα. Βασικά μεσαιωνικός οικισμός, προστατευόταν από το μικρό οχυρό του Καστελιού, σε οχυρό λόφο της εισόδου (8ος – 9ος μ.Χ. αιώνας και περίοδος Γατελούζων από νομισματικά ευρήματα) και από τον μεγάλο περίβολο του Ξυλοκάστρου σε υψηλότερο σημείο.
Η έρευνα που έγινε τα τελευταία χρόνια έδειξε την ύπαρξη αρχαίων θέσεων στην περιοχή, στην άμεση γειτονία του Ολύμπου. Έγινε η υπόθεση της ύπαρξης οχυρών παρατηρητηρίων των περασμάτων, τα οποία πιθανόν να όριζαν και τη συνοριακή γραμμή ανάμεσα στις δύο επικράτειες (Μυτιληναία και Πυρραία). Στο βαθύ πέρασμα του ποταμού Πριόνα από τα νότια παράλια, βορειότερα από το χωριό Νεοχώρι, δεσπόζει απόκρημνο βραχώδες ύψωμα με το τοπωνύμιο «Τ’ Σκλιου του μάρμαρου – το μάρμαρο του σκύλου». Στο πλάτωμα της κορυφής εντοπίσαμε αρχαία εγκατάσταση με κεραμική της ελληνορωμαϊκής περιόδου. Η θέση προσφέρει επιτήρηση όλης της περιοχής.
Στο λόφο του Καστελιού, ο οποίος δεσπόζει στο βόρειο άκρο του περάσματος με τις χαραδρώσεις του ποταμού Ευεργέτουλα, εντοπίσαμε υλικό (κεραμική και νομίσματα που μας επιδείχτηκαν) αρχαίας εγκατάστασης (5ος – 3ος π.Χ. αιώνας), η οποία καταλάμβανε το φύσει οχυρό βραχώδες ύψωμα, πιθανόν στη θέση του μεταγενέστερου βυζαντινού οχυρού. Το ύψωμα αποτελεί έξαρση στη ΒΑ πλευρά του Ολύμπου.
Στην κορυφή του Ολύμπου δεν είχε εντοπιστεί τίποτα μέχρι πρόσφατα. Ούτε αναφέρεται τίποτα από την αρχαία γραμματεία σε αντίθεση με το άλλο βουνό, το Λεπέτυμνο, για το οποίο έχουμε αρκετές αναφορές και εντοπίσαμε το «ιερό κορυφής» στον Άι Λια.
Στη δυτική απόκρημνη πλευρά του Ολύμπου, σε σπήλαιο εντοπίστηκε όστρακο από αγγείο πιθανόν της Μέσης Χαλκοκρατίας, χωρίς περαιτέρω διερεύνηση της θέσης (σπηλιά της Ροδιάς).
Στις 11 Οκτωβρίου επισκεφτήκαμε την κορυφή του Ολύμπου όπου υπάρχει πυροφυλάκιο και το εκκλησάκι του Άι Λια. Δίπλα του υπάρχει πηγάδι. Δρόμος ανεβαίνει από τη δυτική του πλευρά, ενώ ένας άλλος δρόμος κατηφορίζει προς την Αγιάσο, μέσα από την υπέροχη φύση του καστανιώνα. Ένα πανάρχαιο λιθόστρωτο οδηγεί από την κωμόπολη στην κορυφή, όπου εορτάζεται ο Προφήτης Ηλίας με θυσία ζώου (κισκέτς). Από την κορυφή η θέα προς όλο το νησί είναι πανοραμική. Υπάρχει άμεση όραση και προς τις δύο άλλες θέσεις που προαναφέρθηκαν.
Η βραχώδης κορυφή με άξονα Β προς Ν έχει διαμορφωθεί σε πλάτωμα στο βορινό της ήμισυ και φιλοξενεί το πυροφυλάκιο, το εκκλησάκι και τα κτίρια των κεραιών. Το νότιο ήμισυ παραμένει ανέπαφο, βραχώδες με ομαλή κλίση προς τη δυτική πλευρά, ενώ ο δρόμος έχει «κόψει» την πλαγιά ανατολικά χωρίς ευτυχώς να επηρεάσει τη γραμμή της κορυφής.
Πριν από καιρό είχε βρεθεί στην κορυφή κομμάτι από αγγείο και ένα χάλκινο έλασμα (Δημήτρης Β. Μαϊστρέλλης). Το όστρακο είναι πυθμένας αγγείου και φέρει στην έξω επιφάνεια μελανή χρώση (μελαμβαφές). Κατά την επιτόπια έρευνα εντοπίστηκαν λείψανα αρχαίας εγκατάστασης και άφθονη κεραμική. Συγκεκριμένα, στη δυτική βραχώδη πλαγιά της κορυφής (του νότιου τμήματος) υπάρχει τοίχος, όπου διατηρούνται διαταραγμένοι δύο ή και ένας στίχος από λίθους, και ο οποίος επισημαίνεται σε αρκετό μήκος από Β προς Ν. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς την ύπαρξη λεσβίας δομής στη συναρμογή των ασβεστολιθικών, ημιλαξευμένων λίθων. Στη νότια άκρη του σχηματίζεται ορθή γωνία και το θεμέλιο προχωρεί προς την κορυφή (ανατολικά).
Στο χώρο που περικλείεται ανάμεσα στον επιμήκη τοίχο και στην κορυφή παρατηρούνται θεμέλια κτισμάτων ή κτίσματος, πολύ διαταραγμένα. Ένα κομμάτι, κοντά στην κορυφή, αποτελείται από δυο σειρές λίθων (έμπλεκτο σύστημα). Η ανεύρεση κεραμιδιών (στρωτήρες και ένας καλυπτήρας) αποδεικνύει την ύπαρξη κεραμοσκέπαστου κτιρίου. Η κεραμική, από κόκκινο πηλό, είναι ως επί το πλείστον άγραφη και αποτελείται από όστρακα μεγάλων και μικρών χρηστικών αγγείων και πιθαριών. Ανάμεσά τους εντοπίστηκε όστρακο από χείλος μελαμβαφούς αγγείου, παρόμοιο του πυθμένα, και άλλο ένα μικρότερο με χρώση και στις δύο επιφάνειες. Η πιθανή χρονολόγηση κυμαίνεται από την κλασική στην ελληνιστική περίοδο.
Οι υποθέσεις που μπορούν να γίνουν από την επιφανειακή εκτίμηση είναι η ύπαρξη ενός «ιερού κορυφής» , πάλι σε θέση του Άι Λια, και μάλιστα στο βουνό με το όνομα Όλυμπος. Αυτό βέβαια απαιτεί περαιτέρω έρευνα, ίσως την ανεύρεση ειδωλίων και, στην καλύτερη περίπτωση, ανασκαφή. Ίσως η κατά μήκος της πλαγιάς κατασκευή να αποτελούσε αναλημματικό τοίχο διαμορφωμένου επίπεδου χώρου που φιλοξενούσε τα κτίσματα του ιερού. Η κατασκευή του (απλή σειρά λίθων) ταιριάζει με την αναλημματική του χρήση. Άλλη υπόθεση είναι η ύπαρξη οχυρωματικού παρατηρητηρίου της κραταιάς Μυτιλήνης στην επιβλητική κορυφή, με περίβολο και εσωτερικά κτίσματα, όπως οι πολλές άλλες περιπτώσεις σ’ όλο το νησί.
Όποια κι αν είναι όμως η χρήση της αρχαίας εγκατάστασης, η σημασία της είναι εμφανής αφού εντοπίζεται στην κορυφή του υπέροχου λεσβιακού Ολύμπου, ο οποίος έχει στη δυτική του πλευρά έναν ορεινό κάμπο (Καμπιά) με νερά και καλλιέργειες, έναν τόπο που στηρίζει το θρύλο της ύπαρξης ποιμενικών θεών και νυμφών, στις δροσοστάλαχτες δασωμένες του πλαγιές.
(«Εμπρός», Τετάρτη 18 Οκτωβρίου 2006, σελ. 19, του Μάκη Αξιώτη, Ιατρού)
(«Αρχαιολογία και Τέχνες» τριμηνιαίο περιοδικό, τεύχος 105, Δεκέμβριος 2007, σελ. 96, 97, του Μάκη Αξιώτη, Ιατρού)
Διαχρονικά: Ένα σημαντικό οχυρό. Καθώς ο δρόμος έρχεται προς την Αγιάσο, μετά τη διασταύρωση προς το Σταυρί, έχει δεξιά του τη βαθιά ρεματιά της «Περασιάς». Η Περασιά, το «Πέρασμα», έρχεται από πολύ ψηλά και μαζεύει τα νερά της κωμόπολης. Έρχεται από τα Πιτζίλια με τα γνωστά οικιστικά λείψανα που ανήκουν στη Βυζαντινή και μεταβυζαντινή εποχή. Από το δρόμο αυτόν της εισόδου φαίνεται στον ορίζοντα το άλλο μεγάλο οχυρωματικό έργο, το Ξυλόκαστρο.
Επάνω σ’ αυτό το πέρασμα υψώνεται και ο απόκρημνος βράχος που φιλοξενεί το Καστέλι στην κορυφή του. Το ύψωμα πευκόφυτο έως επάνω ενώνεται στα βόρεια με ένα άλλο απόκρημνο βραχώδες βουνό που αποτελεί τη δυτική πλευρά της ρεματιάς έως τον Άγιο Δημήτρη.
Στο Καστέλι ανηφορίζει λιθόστρωτο που έρχεται κάτω από πανέμορφα, υψίκορμα πεύκα στην κορφή. Εκεί επάνω στο διαμορφωμένο χώρο υπάρχει ο Ταξιάρχης, μια μαρμάρινη βρύση και μια στέρνα με σιντριβάνι. Το κτίσμα του βυζαντινού οχυρού είναι ορθογώνιο με παχείς τοίχους, φτιαγμένο από αλάξευτη ασβεστόπετρα και κουρασάνι. Υψηλότερη η ανατολική του πλευρά και μετά κατηφορίζει σε χαμηλότερο επίπεδο όπου διατηρείται καλά και το δυτικό τείχος ανάλογης κατασκευής. Υπάρχουν και αρκετές νεότερες προσθήκες. Στη δυτική πλευρά, στη ρίζα του βράχου, που στηρίζει το οχυρό έρχεται ο παλιός δρόμος. Εκεί που συναντά το νεότερο λιθόστρωστο υπάρχει κομμάτι τείχους ανάλογης κατασκευής που μάλλον πρόκειται για προτείχισμα προστασίας της εσόδου. Το υλικό σε κεραμική είναι αφθονότατο στις πλαγιές και εντός του οχυρού. Πιθάρια, τούβλα και κεραμίδια δείχνουν την ύπαρξη εγκατάστασης εντός του χώρου του Καστελίου. Πληροφορίες από νομίσματα που βρέθηκαν κατά καιρούς χρονολογούν την ύστερη φάση του οχυρού κατά τους Μεσοβυζαντινούς χρόνους (8ος – 9ος μ.Χ. αιώνας) και μετά από ένα κενό στην εποχή των Γατελούζων (1355-1462).
Φαίνεται ότι το μικρό αυτό κάστρο έπαιξε το ρόλο του προμαχώνα στους οικισμούς που βρισκότανε από την Αγιάσο έως το Σανατόριο.
Ίσως και στην ίδια την Αγιάσο αφού, σύμφωνα με έρευνα του φίλου μου Ανδρέα Μαζαράκη, στα αρχεία της Γένοβας ο Επίσκοπος Χίου Λέανδρος τον αναφέρει με το ίδιο όνομα στα 1462 (νεότερες καταγραφές σαν Αγία Σιών στα 1565 και 1653). Πιστεύω ότι το Ξυλόκαστρο πρέπει να χρησιμοποιήθηκε στην ίδια εποχή σαν περίβολος καταφυγής και σαν τόπος επισκόπησης όλης της γύρω περιοχής.
Όμως επάνω στο Καστέλι η Ιστορία πάει πολύ βαθύτερα. Ανάμεσα στα όστρακα των αγγείων υπάρχουν αρκετά τεφρά Λεσβιακά και μερικά μελαμβαφή που αποτελούν την απόδειξη της ύπαρξης αρχαίου οχυρού σε τούτη την κορφή (ίσως από τον 6ο π.Χ. αιώνα). Εδώ σίγουρα το λόγο έχει το βαθύ πέρασμα που έρχεται από την άλλη πλευρά δυτικά του οχυρού, ανάμεσα σ’ αυτό και στον Όλυμπο. Αυτό έρχεται σαν συνέχεια του μεγάλου περάσματος του Πριόνα που αρχίζει από τη Δρότα και βγάζει μέσω Αγίου Δημητρίου στον κάμπο του Ίππειους. Την άλλη άκρη του περάσματος, στα νότια, έλεγχε το άλλο οχυρό που περιέγραψα επάνω στο ύψωμα με το όνομα «τ’ Σκλιου του μάρμαρου». Έτσι, πιστεύω ότι αυτά τα οχυρά θα βρισκότανε επάνω στη συνοριακή γραμμή Μυτιληναίας – Πυρραίας, η οποία μάλλον βρισκότανε ανατολικά και όχι δυτικά του Ολύμπου.
Εκείνο που αποκτά ιδιαίτερη σημασία είναι οι ενδείξεις ύπαρξης και προϊστορικής θέσης σε τούτη την κορφή οι οποίες όμως χρειάζονται επιπλέον έρευνα για να καταστούν αποδείξεις.
(«Εμπρός», Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 1998, του Μάκη Αξιώτη)
Το Νεοχώρι, ο Μπορός όπως είναι γνωστό, είναι χτισμένο επάνω στο μεγάλο πέρασμα του ποταμού Πριόνα που ονομάζεται Καλιαμάς καθώς κατηφορίζει πέρα απ’ αυτό.
Αυτό το πέρασμα είναι βαθύ και φτάνει μέχρι την Αγιάσο και από εκεί έρχεται με τις ρεματιές του Ευεργέτουλα στον Κάμπο του Κόλπου της Γέρας. Ένα ποτάμι «μαγικό», μοναδικό στην ομορφιά, όπου στα κρυστάλλινα νερά του καθρεφτίζονται πλατάνια, φτέρες, ξύλινα γεφυράκια, ερείπια υδρόμυλων και οπωροφόρα που στην περιοχή της Αγιάσου (Πόταμα) αποτελούν ένα μοναδικό δενδρόκηπο. Καστανιές, μηλιές, απιδιές και κερασιές ανάκατες με λευκωπούς βράχους, πεύκα, κυπαρίσσια, αέναες πηγές και κρωξίματα αετών και κορυδαλλών.
Είναι γνωστό το ύψωμα στο Ακράσι (πέρα Πλάτη) και του Μπορού (Καστρέλι) που ακριβώς επάνω απ’ αυτό το πέρασμα φιλοξενούσαν προϊστορικές θέσεις.
Από τον Μπορό, καθώς κοιτάζεις προς τα βόρεια, εκεί που χάνεται η ρεματιά, δεξιά της σταματά το βλέμμα ένα βουνό που στεφανώνεται από λευκό βράχο, επίπεδο στην κορυφή. Ρωτάς και σου απαντούν «Τ’ Σκλιου του μάρμαρου» (Το Μάρμαρο του Σκύλου). Ένας βράχος βιγλάτορας, σημαδιακός, μοναδικός, παντεπόπτης των γύρω τόπων. Και αφού περάσεις το χωριό και ανηφορίσεις το πανέμορφο ποτάμι, ο δρόμος περνά με γεφύρι απέναντι. Είναι οι πλαγιές οι δυτικές του βουνού. Πηγές γάργαρες, οικιστικά λείψανα, πεζούλες, έχουν δώσει το όνομα «Χαλάσματα» εδώ γύρω. Σε λίγο φτάνεις στον αυχένα που το χωρίζει από μία άλλη κορφή, ομαλή τούτη, στα ανατολικά. Ο δρόμος περνά από ανάμεσά τους. Τα σημάδια της καμένης γης ακόμα έντονα στους απογυμνωμένους, καρβουνιασμένους κορμούς των πεύκων. Κι όμως γλίτωσαν αρκετά κι έτσι ο κωνικός, απόκρημνος βράχος ντύνεται ακόμα στην ανατολική και βόρεια πλευρά του από πανέμορφα υψίκορμα δέντρα της τραχείας πεύκης.
Η ανάβαση προς την κορφή σκέτη ορειβασία. Ακόμα δεν κατάλαβα γιατί ορθώσανε αγροτικό σύρμα εδώ επάνω, στον κρατικό δρυμό. Εκτός κι αν ανήκει σε ιδιώτες. Ογδόντα οκτώ μέτρα από το δρόμο, δυσπρόσιτο το πλάτωμα της κορφής, σε δυο επίπεδα προφυλάσσεται από τους βόρειους ανέμους από βράχους. Ένας φυσικά οχυρωμένος από όλες τις πλευρές γερόβραχος με απέραντη θέα γύρω, σε στρατηγικό σημείο των αρχαίων δρόμων, ίσως επάνω στη συνοριακή γραμμή της Μυτιληναίας με την Πυρραία.
Εδώ λοιπόν επάνω, όπου ένα πυκνό κίτρινο χορτάρι σκέπαζε τα πάντα, βρήκα τα κομματάκια της διαχρονικής διαδρομής από τον άνθρωπο.
Ήταν λοιπόν βίγλα, ίσως οχυρό, ίσως μόνο φρυκτωρία, κομματάκια από μελαμβαφή αγγεία και ένα ρύγχος, σωληνοειδές από αρχαίο λυχνάρι (ίσως ελληνιστικό) χρωματισμένο σκούρο καφέ, δείχνουν τη χρήση του από κάποια φρουρά ίσως.
Όμως η πληθώρα των κομματιών, και αυτά από τις απορροές των νερών στα ρείθρα του πλατώματος, ανήκουν σε μια ακόμα θέση της Χαλκοκρατίας, χιλιάδες χρόνια πριν ξαναπιάσουν το λόφο οι βιγλάτορες της Μυτιλάνας. Χοντρόκοκκα αγγεία με κόκκινο πηλό, ένα με υπολείμματα καστανής στίλβωσης στη μέσα επιφάνεια, χειροποίητα χρηστικά σκεύη αυτής της εποχής, δεν αφήνουν αμφιβολία για την παρακάτω σκέψη: Όπου πηγή νερού, γη για καλλιέργεια και κτηνοτροφία, και φυσική οχύρωση, εκεί και ένα προϊστορικό «στέκι» των μακρινών «προγόνων» του Πολιτισμού του ΒΑ Αιγαίου. Επίσης, σιγά – σιγά γίνεται γνωστό ότι αυτές οι θέσεις ήταν μοναδικές αφού βρίσκονται και μεταγενέστερες οχυρές εγκαταστάσεις στις ίδιες κορυφές.
(«Εμπρός», Πέμπτη 30 Ιουλίου 1998, του Μάκη Αξιώτη)
Η οροσειρά του Ολύμπου καταλαμβάνει το κεντρικό τμήμα της νότιας Λέσβου δημιουργώντας το γεωφυσικό ανάγλυφο ανάμεσα στους δυο κόλπους του νησιού. Ο ελαιώνας, μέρος του δάσους τραχείας πεύκης και ο καστανιώνας καλύπτουν όλη σχεδόν την επιφάνεια η οποία παρουσιάζει έντονη πτύχωση με βαθιές ρεματιές.
Μεγάλοι χείμαρροι, όπως ο Ευεργέτουλας, ο Σεδούντας, ο Πριόνας, ο Βούρκος και ο Βούβαρης, δημιουργούν περάσματα προς την ενδοχώρα τα οποία χρησιμοποιήθηκαν ως οδοί επικοινωνίας στο ορεινό αυτό τμήμα του νησιού. Λιθόστρωτα που δείχνουν αυτό το πυκνό οδικό δίκτυο σώζονται ακόμα παντού. Το γεωλογικό υπόβαθρο είναι ασβεστόλιθοι και σχιστόλιθοι στο ανατολικό τμήμα και μεταγενέστερος ηφαιστειακός ιγνιβρίτης στην περιοχή του Πολιχνίτου.
Η παρουσία του ανθρώπου ανιχνεύεται στην περιοχή από την παλαιολιθική εποχή με τα εργαλεία στην περιοχή του Πολιχνίτου όπου υπάρχουν οι θερμές πηγές. Κατά τη Νεολιθική περίοδο και την εποχή του Ορειχάλκου, εκτός από τις παραθαλάσσιες θέσεις (Κουρτήρ και Χαλακιές κόλπου Καλλονής και Αγ. Βαρβάρα Πλωμαρίου), έχουν εντοπιστεί και αρκετές μικρές θέσεις σε λόφους, αγροτοκτηνοτροφικοί οικισμοί στην πολιτισμική ομάδα του πολιτισμού του ανατολικού Αιγαίου.
Με την αιολική εγκατάσταση από την 1η π.Χ. χιλιετία η περιοχή του Ολύμπου καταχωρίζεται από τα δεδομένα στην επικράτεια της Αρχαίας Μυτιλήνης, εκτός από τη δυτική παραλιακή λωρίδα στον κόλπο της Καλλονής (περιοχή Πολιχνίτου), η οποία ανήκει στην Πύρρα (περιοχή Αχλαδερής).
Ο ασβεστολιθικός εντυπωσιακός κώνος του Ολύμπου δεσπόζει στην περιοχή με τα 967 μέτρα της κορυφής του, καλυμμένης τώρα από ποικίλες τηλεοπτικές κεραίες. Κάτω από αυτόν απλώνεται η κωμόπολη της Αγιάσου με το πασίγνωστο προσκύνημα της Παναγίας και την παραδοσιακή οικιστική της δομή. Περιβάλλεται από πυκνή βλάστηση, όπου κύριο ρόλο παίζουν οι καστανιές, οι ελιές και τα πεύκα. Βασικά μεσαιωνικός οικισμός, προστατευόταν από το μικρό οχυρό του Καστελιού, σε οχυρό λόφο της εισόδου (8ος – 9ος μ.Χ. αιώνας και περίοδος Γατελούζων από νομισματικά ευρήματα) και από τον μεγάλο περίβολο του Ξυλοκάστρου σε υψηλότερο σημείο.
Η έρευνα που έγινε τα τελευταία χρόνια έδειξε την ύπαρξη αρχαίων θέσεων στην περιοχή, στην άμεση γειτονία του Ολύμπου. Έγινε η υπόθεση της ύπαρξης οχυρών παρατηρητηρίων των περασμάτων, τα οποία πιθανόν να όριζαν και τη συνοριακή γραμμή ανάμεσα στις δύο επικράτειες (Μυτιληναία και Πυρραία). Στο βαθύ πέρασμα του ποταμού Πριόνα από τα νότια παράλια, βορειότερα από το χωριό Νεοχώρι, δεσπόζει απόκρημνο βραχώδες ύψωμα με το τοπωνύμιο «Τ’ Σκλιου του μάρμαρου – το μάρμαρο του σκύλου». Στο πλάτωμα της κορυφής εντοπίσαμε αρχαία εγκατάσταση με κεραμική της ελληνορωμαϊκής περιόδου. Η θέση προσφέρει επιτήρηση όλης της περιοχής.
Στο λόφο του Καστελιού, ο οποίος δεσπόζει στο βόρειο άκρο του περάσματος με τις χαραδρώσεις του ποταμού Ευεργέτουλα, εντοπίσαμε υλικό (κεραμική και νομίσματα που μας επιδείχτηκαν) αρχαίας εγκατάστασης (5ος – 3ος π.Χ. αιώνας), η οποία καταλάμβανε το φύσει οχυρό βραχώδες ύψωμα, πιθανόν στη θέση του μεταγενέστερου βυζαντινού οχυρού. Το ύψωμα αποτελεί έξαρση στη ΒΑ πλευρά του Ολύμπου.
Στην κορυφή του Ολύμπου δεν είχε εντοπιστεί τίποτα μέχρι πρόσφατα. Ούτε αναφέρεται τίποτα από την αρχαία γραμματεία σε αντίθεση με το άλλο βουνό, το Λεπέτυμνο, για το οποίο έχουμε αρκετές αναφορές και εντοπίσαμε το «ιερό κορυφής» στον Άι Λια.
Στη δυτική απόκρημνη πλευρά του Ολύμπου, σε σπήλαιο εντοπίστηκε όστρακο από αγγείο πιθανόν της Μέσης Χαλκοκρατίας, χωρίς περαιτέρω διερεύνηση της θέσης (σπηλιά της Ροδιάς).
Στις 11 Οκτωβρίου επισκεφτήκαμε την κορυφή του Ολύμπου όπου υπάρχει πυροφυλάκιο και το εκκλησάκι του Άι Λια. Δίπλα του υπάρχει πηγάδι. Δρόμος ανεβαίνει από τη δυτική του πλευρά, ενώ ένας άλλος δρόμος κατηφορίζει προς την Αγιάσο, μέσα από την υπέροχη φύση του καστανιώνα. Ένα πανάρχαιο λιθόστρωτο οδηγεί από την κωμόπολη στην κορυφή, όπου εορτάζεται ο Προφήτης Ηλίας με θυσία ζώου (κισκέτς). Από την κορυφή η θέα προς όλο το νησί είναι πανοραμική. Υπάρχει άμεση όραση και προς τις δύο άλλες θέσεις που προαναφέρθηκαν.
Η βραχώδης κορυφή με άξονα Β προς Ν έχει διαμορφωθεί σε πλάτωμα στο βορινό της ήμισυ και φιλοξενεί το πυροφυλάκιο, το εκκλησάκι και τα κτίρια των κεραιών. Το νότιο ήμισυ παραμένει ανέπαφο, βραχώδες με ομαλή κλίση προς τη δυτική πλευρά, ενώ ο δρόμος έχει «κόψει» την πλαγιά ανατολικά χωρίς ευτυχώς να επηρεάσει τη γραμμή της κορυφής.
Πριν από καιρό είχε βρεθεί στην κορυφή κομμάτι από αγγείο και ένα χάλκινο έλασμα (Δημήτρης Β. Μαϊστρέλλης). Το όστρακο είναι πυθμένας αγγείου και φέρει στην έξω επιφάνεια μελανή χρώση (μελαμβαφές). Κατά την επιτόπια έρευνα εντοπίστηκαν λείψανα αρχαίας εγκατάστασης και άφθονη κεραμική. Συγκεκριμένα, στη δυτική βραχώδη πλαγιά της κορυφής (του νότιου τμήματος) υπάρχει τοίχος, όπου διατηρούνται διαταραγμένοι δύο ή και ένας στίχος από λίθους, και ο οποίος επισημαίνεται σε αρκετό μήκος από Β προς Ν. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς την ύπαρξη λεσβίας δομής στη συναρμογή των ασβεστολιθικών, ημιλαξευμένων λίθων. Στη νότια άκρη του σχηματίζεται ορθή γωνία και το θεμέλιο προχωρεί προς την κορυφή (ανατολικά).
Στο χώρο που περικλείεται ανάμεσα στον επιμήκη τοίχο και στην κορυφή παρατηρούνται θεμέλια κτισμάτων ή κτίσματος, πολύ διαταραγμένα. Ένα κομμάτι, κοντά στην κορυφή, αποτελείται από δυο σειρές λίθων (έμπλεκτο σύστημα). Η ανεύρεση κεραμιδιών (στρωτήρες και ένας καλυπτήρας) αποδεικνύει την ύπαρξη κεραμοσκέπαστου κτιρίου. Η κεραμική, από κόκκινο πηλό, είναι ως επί το πλείστον άγραφη και αποτελείται από όστρακα μεγάλων και μικρών χρηστικών αγγείων και πιθαριών. Ανάμεσά τους εντοπίστηκε όστρακο από χείλος μελαμβαφούς αγγείου, παρόμοιο του πυθμένα, και άλλο ένα μικρότερο με χρώση και στις δύο επιφάνειες. Η πιθανή χρονολόγηση κυμαίνεται από την κλασική στην ελληνιστική περίοδο.
Οι υποθέσεις που μπορούν να γίνουν από την επιφανειακή εκτίμηση είναι η ύπαρξη ενός «ιερού κορυφής» , πάλι σε θέση του Άι Λια, και μάλιστα στο βουνό με το όνομα Όλυμπος. Αυτό βέβαια απαιτεί περαιτέρω έρευνα, ίσως την ανεύρεση ειδωλίων και, στην καλύτερη περίπτωση, ανασκαφή. Ίσως η κατά μήκος της πλαγιάς κατασκευή να αποτελούσε αναλημματικό τοίχο διαμορφωμένου επίπεδου χώρου που φιλοξενούσε τα κτίσματα του ιερού. Η κατασκευή του (απλή σειρά λίθων) ταιριάζει με την αναλημματική του χρήση. Άλλη υπόθεση είναι η ύπαρξη οχυρωματικού παρατηρητηρίου της κραταιάς Μυτιλήνης στην επιβλητική κορυφή, με περίβολο και εσωτερικά κτίσματα, όπως οι πολλές άλλες περιπτώσεις σ’ όλο το νησί.
Όποια κι αν είναι όμως η χρήση της αρχαίας εγκατάστασης, η σημασία της είναι εμφανής αφού εντοπίζεται στην κορυφή του υπέροχου λεσβιακού Ολύμπου, ο οποίος έχει στη δυτική του πλευρά έναν ορεινό κάμπο (Καμπιά) με νερά και καλλιέργειες, έναν τόπο που στηρίζει το θρύλο της ύπαρξης ποιμενικών θεών και νυμφών, στις δροσοστάλαχτες δασωμένες του πλαγιές.
(«Εμπρός», Τετάρτη 18 Οκτωβρίου 2006, σελ. 19, του Μάκη Αξιώτη, Ιατρού)
(«Αρχαιολογία και Τέχνες» τριμηνιαίο περιοδικό, τεύχος 105, Δεκέμβριος 2007, σελ. 96, 97, του Μάκη Αξιώτη, Ιατρού)
Διαχρονικά: Ένα σημαντικό οχυρό. Καθώς ο δρόμος έρχεται προς την Αγιάσο, μετά τη διασταύρωση προς το Σταυρί, έχει δεξιά του τη βαθιά ρεματιά της «Περασιάς». Η Περασιά, το «Πέρασμα», έρχεται από πολύ ψηλά και μαζεύει τα νερά της κωμόπολης. Έρχεται από τα Πιτζίλια με τα γνωστά οικιστικά λείψανα που ανήκουν στη Βυζαντινή και μεταβυζαντινή εποχή. Από το δρόμο αυτόν της εισόδου φαίνεται στον ορίζοντα το άλλο μεγάλο οχυρωματικό έργο, το Ξυλόκαστρο.
Επάνω σ’ αυτό το πέρασμα υψώνεται και ο απόκρημνος βράχος που φιλοξενεί το Καστέλι στην κορυφή του. Το ύψωμα πευκόφυτο έως επάνω ενώνεται στα βόρεια με ένα άλλο απόκρημνο βραχώδες βουνό που αποτελεί τη δυτική πλευρά της ρεματιάς έως τον Άγιο Δημήτρη.
Στο Καστέλι ανηφορίζει λιθόστρωτο που έρχεται κάτω από πανέμορφα, υψίκορμα πεύκα στην κορφή. Εκεί επάνω στο διαμορφωμένο χώρο υπάρχει ο Ταξιάρχης, μια μαρμάρινη βρύση και μια στέρνα με σιντριβάνι. Το κτίσμα του βυζαντινού οχυρού είναι ορθογώνιο με παχείς τοίχους, φτιαγμένο από αλάξευτη ασβεστόπετρα και κουρασάνι. Υψηλότερη η ανατολική του πλευρά και μετά κατηφορίζει σε χαμηλότερο επίπεδο όπου διατηρείται καλά και το δυτικό τείχος ανάλογης κατασκευής. Υπάρχουν και αρκετές νεότερες προσθήκες. Στη δυτική πλευρά, στη ρίζα του βράχου, που στηρίζει το οχυρό έρχεται ο παλιός δρόμος. Εκεί που συναντά το νεότερο λιθόστρωστο υπάρχει κομμάτι τείχους ανάλογης κατασκευής που μάλλον πρόκειται για προτείχισμα προστασίας της εσόδου. Το υλικό σε κεραμική είναι αφθονότατο στις πλαγιές και εντός του οχυρού. Πιθάρια, τούβλα και κεραμίδια δείχνουν την ύπαρξη εγκατάστασης εντός του χώρου του Καστελίου. Πληροφορίες από νομίσματα που βρέθηκαν κατά καιρούς χρονολογούν την ύστερη φάση του οχυρού κατά τους Μεσοβυζαντινούς χρόνους (8ος – 9ος μ.Χ. αιώνας) και μετά από ένα κενό στην εποχή των Γατελούζων (1355-1462).
Φαίνεται ότι το μικρό αυτό κάστρο έπαιξε το ρόλο του προμαχώνα στους οικισμούς που βρισκότανε από την Αγιάσο έως το Σανατόριο.
Ίσως και στην ίδια την Αγιάσο αφού, σύμφωνα με έρευνα του φίλου μου Ανδρέα Μαζαράκη, στα αρχεία της Γένοβας ο Επίσκοπος Χίου Λέανδρος τον αναφέρει με το ίδιο όνομα στα 1462 (νεότερες καταγραφές σαν Αγία Σιών στα 1565 και 1653). Πιστεύω ότι το Ξυλόκαστρο πρέπει να χρησιμοποιήθηκε στην ίδια εποχή σαν περίβολος καταφυγής και σαν τόπος επισκόπησης όλης της γύρω περιοχής.
Όμως επάνω στο Καστέλι η Ιστορία πάει πολύ βαθύτερα. Ανάμεσα στα όστρακα των αγγείων υπάρχουν αρκετά τεφρά Λεσβιακά και μερικά μελαμβαφή που αποτελούν την απόδειξη της ύπαρξης αρχαίου οχυρού σε τούτη την κορφή (ίσως από τον 6ο π.Χ. αιώνα). Εδώ σίγουρα το λόγο έχει το βαθύ πέρασμα που έρχεται από την άλλη πλευρά δυτικά του οχυρού, ανάμεσα σ’ αυτό και στον Όλυμπο. Αυτό έρχεται σαν συνέχεια του μεγάλου περάσματος του Πριόνα που αρχίζει από τη Δρότα και βγάζει μέσω Αγίου Δημητρίου στον κάμπο του Ίππειους. Την άλλη άκρη του περάσματος, στα νότια, έλεγχε το άλλο οχυρό που περιέγραψα επάνω στο ύψωμα με το όνομα «τ’ Σκλιου του μάρμαρου». Έτσι, πιστεύω ότι αυτά τα οχυρά θα βρισκότανε επάνω στη συνοριακή γραμμή Μυτιληναίας – Πυρραίας, η οποία μάλλον βρισκότανε ανατολικά και όχι δυτικά του Ολύμπου.
Εκείνο που αποκτά ιδιαίτερη σημασία είναι οι ενδείξεις ύπαρξης και προϊστορικής θέσης σε τούτη την κορφή οι οποίες όμως χρειάζονται επιπλέον έρευνα για να καταστούν αποδείξεις.
(«Εμπρός», Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 1998, του Μάκη Αξιώτη)
Το Νεοχώρι, ο Μπορός όπως είναι γνωστό, είναι χτισμένο επάνω στο μεγάλο πέρασμα του ποταμού Πριόνα που ονομάζεται Καλιαμάς καθώς κατηφορίζει πέρα απ’ αυτό.
Αυτό το πέρασμα είναι βαθύ και φτάνει μέχρι την Αγιάσο και από εκεί έρχεται με τις ρεματιές του Ευεργέτουλα στον Κάμπο του Κόλπου της Γέρας. Ένα ποτάμι «μαγικό», μοναδικό στην ομορφιά, όπου στα κρυστάλλινα νερά του καθρεφτίζονται πλατάνια, φτέρες, ξύλινα γεφυράκια, ερείπια υδρόμυλων και οπωροφόρα που στην περιοχή της Αγιάσου (Πόταμα) αποτελούν ένα μοναδικό δενδρόκηπο. Καστανιές, μηλιές, απιδιές και κερασιές ανάκατες με λευκωπούς βράχους, πεύκα, κυπαρίσσια, αέναες πηγές και κρωξίματα αετών και κορυδαλλών.
Είναι γνωστό το ύψωμα στο Ακράσι (πέρα Πλάτη) και του Μπορού (Καστρέλι) που ακριβώς επάνω απ’ αυτό το πέρασμα φιλοξενούσαν προϊστορικές θέσεις.
Από τον Μπορό, καθώς κοιτάζεις προς τα βόρεια, εκεί που χάνεται η ρεματιά, δεξιά της σταματά το βλέμμα ένα βουνό που στεφανώνεται από λευκό βράχο, επίπεδο στην κορυφή. Ρωτάς και σου απαντούν «Τ’ Σκλιου του μάρμαρου» (Το Μάρμαρο του Σκύλου). Ένας βράχος βιγλάτορας, σημαδιακός, μοναδικός, παντεπόπτης των γύρω τόπων. Και αφού περάσεις το χωριό και ανηφορίσεις το πανέμορφο ποτάμι, ο δρόμος περνά με γεφύρι απέναντι. Είναι οι πλαγιές οι δυτικές του βουνού. Πηγές γάργαρες, οικιστικά λείψανα, πεζούλες, έχουν δώσει το όνομα «Χαλάσματα» εδώ γύρω. Σε λίγο φτάνεις στον αυχένα που το χωρίζει από μία άλλη κορφή, ομαλή τούτη, στα ανατολικά. Ο δρόμος περνά από ανάμεσά τους. Τα σημάδια της καμένης γης ακόμα έντονα στους απογυμνωμένους, καρβουνιασμένους κορμούς των πεύκων. Κι όμως γλίτωσαν αρκετά κι έτσι ο κωνικός, απόκρημνος βράχος ντύνεται ακόμα στην ανατολική και βόρεια πλευρά του από πανέμορφα υψίκορμα δέντρα της τραχείας πεύκης.
Η ανάβαση προς την κορφή σκέτη ορειβασία. Ακόμα δεν κατάλαβα γιατί ορθώσανε αγροτικό σύρμα εδώ επάνω, στον κρατικό δρυμό. Εκτός κι αν ανήκει σε ιδιώτες. Ογδόντα οκτώ μέτρα από το δρόμο, δυσπρόσιτο το πλάτωμα της κορφής, σε δυο επίπεδα προφυλάσσεται από τους βόρειους ανέμους από βράχους. Ένας φυσικά οχυρωμένος από όλες τις πλευρές γερόβραχος με απέραντη θέα γύρω, σε στρατηγικό σημείο των αρχαίων δρόμων, ίσως επάνω στη συνοριακή γραμμή της Μυτιληναίας με την Πυρραία.
Εδώ λοιπόν επάνω, όπου ένα πυκνό κίτρινο χορτάρι σκέπαζε τα πάντα, βρήκα τα κομματάκια της διαχρονικής διαδρομής από τον άνθρωπο.
Ήταν λοιπόν βίγλα, ίσως οχυρό, ίσως μόνο φρυκτωρία, κομματάκια από μελαμβαφή αγγεία και ένα ρύγχος, σωληνοειδές από αρχαίο λυχνάρι (ίσως ελληνιστικό) χρωματισμένο σκούρο καφέ, δείχνουν τη χρήση του από κάποια φρουρά ίσως.
Όμως η πληθώρα των κομματιών, και αυτά από τις απορροές των νερών στα ρείθρα του πλατώματος, ανήκουν σε μια ακόμα θέση της Χαλκοκρατίας, χιλιάδες χρόνια πριν ξαναπιάσουν το λόφο οι βιγλάτορες της Μυτιλάνας. Χοντρόκοκκα αγγεία με κόκκινο πηλό, ένα με υπολείμματα καστανής στίλβωσης στη μέσα επιφάνεια, χειροποίητα χρηστικά σκεύη αυτής της εποχής, δεν αφήνουν αμφιβολία για την παρακάτω σκέψη: Όπου πηγή νερού, γη για καλλιέργεια και κτηνοτροφία, και φυσική οχύρωση, εκεί και ένα προϊστορικό «στέκι» των μακρινών «προγόνων» του Πολιτισμού του ΒΑ Αιγαίου. Επίσης, σιγά – σιγά γίνεται γνωστό ότι αυτές οι θέσεις ήταν μοναδικές αφού βρίσκονται και μεταγενέστερες οχυρές εγκαταστάσεις στις ίδιες κορυφές.
(«Εμπρός», Πέμπτη 30 Ιουλίου 1998, του Μάκη Αξιώτη)