ΧΡΗΣΙΜΟΙ ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Designed by Asterias GDG
Τα δεδομένα της παλαιοντολογίας πιστοποιούν ότι το δένδρο της καστανιάς υπήρχε από την τριτογενή περίοδο στην Ευρώπη. Δηλαδή πριν από 65 – 70 εκατομμύρια χρόνια. Τότε οι θερμοκρασίες ήταν ευνοϊκές, γι’ αυτό και το δένδρο είχε εξαπλωθεί προς το βορά. Αυτό επιβεβαιώνεται από τα ίχνη φύλλων και καρπών καστανιάς, που βρέθηκαν σε απολιθώματα της τριτογενούς περιόδου στη Γροιλανδία, την Αλάσκα, και τις χώρες της Σκανδιναβικής χερσονήσου. Την ίδια περίπου περίοδο απολιθώματα καστανιά βρέθηκαν στο σημερινό Καναδά, Ιαπωνία, Γάλλια, Ιταλία, στην πρώην Γιουγκοσλαβία, Αυστρία και Ουγγαρία.
Με την πάροδο των χρόνων και την αλλαγή των κλιματολογικών συνθηκών η ύπαρξη της καστανιάς περιορίζεται στη Ευρώπη από την Ισπανία και την Πορτογαλία μέχρι τον Καύκασο και περιλαμβάνει όλες τις χώρες που βρέχονται από τη Μεσόγειο Θάλασσα.
Σήμερα οι κυριότερες χώρες παραγωγής κάστανου στην Ευρώπη είναι η Ιταλία, η Γαλλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ελλάδα.
Τα τελευταία χρόνια δυστυχώς λόγω εγκατάλειψης ή παύσης της συστηματικής καλλιέργειάς τους η παραγωγή έχει μειωθεί σημαντικά. Αν και τα παραγόμενα κάστανα της Αγιάσου είναι εξ ολοκλήρου βιολογικά – οικολογικά, επειδή η καλλιέργειά τους χρόνια τώρα γίνεται με τρόπο αρχέγονο και εν πολλοίς ευκαιριακό, οι ασθένειες της καστανιάς, η χαμηλή τιμή του προϊόντος, η μη ύπαρξη αντισταθμιστικών οικονομικών παροχών οδηγούν σε συνεχή μείωση του συνολικού παραγόμενου προϊόντος.
Βασικές ασθένειες του Αγιασώτικου Καστανιώνα είναι η μελάνωση, το έλκος, ο ιξός, η καρπόκαψα, το ρόδινο και το κόκκινο σκουλήκι που προσβάλλουν τους καρπούς, η μαύρη αφίδα που προκαλεί ζημιές στα νεαρά φύλλα και τους τρυφερούς βλαστούς, καθώς και τα ξυλοφάγα έντομα που υποβαθμίζουν την ξυλεία της καστανιάς.
Εξάλλου η παραγωγή του προϊόντος καθώς και η ποιότητά του εξαρτάται από τις κλιματολογικές συνθήκες και κύρια τις πρώιμες βροχές που τα τελευταία χρόνια είναι πλέον σπάνιες έως ανύπαρκτες.
Μεγάλη αξία έχει και η ξυλεία που παράγεται από την καστανιά. Χρόνια τώρα το προϊόν αυτό έντυνε τα σπίτια του νησιού με κουφώματα, έπιπλα, πετσώματα σκεπών και σαχνισίνια (ξύλινες προεξοχές σπιτιών).
Δυστυχώς η ανθεκτικότητα και η τιμή οδήγησε σε εισαγόμενη πλέον ξυλεία.
Για την καλλιέργεια διακοσμητικών φυτών, διαπιστώνεται ότι το καστανόχωμα, το αχινόχωμα και το φυλλόχωμα είναι ιδανικά.
Το μέλι της καστανιάς έχει έντονο χαρακτηριστικό άρωμα και γεύση που ελάχιστα πικρίζει. Κρυσταλλώνει αργά σε ένα έως δύο χρόνια. Έχει υψηλή βακτηριοστατική δράση και αντέχει περισσότερο στη θέρμανση και στο χρόνο διατήρησης από τα άλλα μέλια. Το μέλι καστανιάς επιταχύνει την κυκλοφορία του αίματος και ασκεί στυπτική ενέργεια σε περιπτώσεις δυσεντερίας.
Περισσότερο απ’ όλα, τα αντισταθμιστικά οφέλη προβάλλουν ως αναγκαιότητα για τη συνέχεια της παραγωγής αυτού του προϊόντος.
Ανυπέρβλητο φυσικό στολίδι του ορεινού όγκου του Ολύμπου και κυρίαρχη φυτοκοινωνία του είναι ένα μη αυτοφυές δάσος καστανιάς έκτασης 11.000 στρεμμάτων, που αποτελεί οικότοπο με περιορισμένη εξάπλωση στο Αιγαίο και ενδιαίτημα σημαντικών γαιοφύτων. Ο γνωστός σε όλους μας και πολυαγαπημένος καστανιώνας εξασφάλιζε για αιώνες ένα σημαντικό εισόδημα στους κατοίκους της Αγιάσου.
Σύμφωνα με τον Στρατή Π. Κολαξιζέλη, την περίοδο της Ρωμαϊκής κατοχής της Λέσβου (88 π.Χ. – 395 μ.Χ.) ένας από τους άρχοντες της «χώρας της Πενθίλης» έφερε από τη Μικρά Ασία και φύτεψε στην περιοχή μας τις πρώτες καστανιές. Μετά τον τρομερό παγετό που έπληξε τον ελαιώνα και έμεινε στην ιστορία ως «η καμάδα των ελιών» (11-1-1850), οι πρόγονοί μας συνειδητοποίησαν ότι δεν πρέπει να περιορίζονται μόνο στην καλλιέργεια της ελιάς, αλλά να δημιουργήσουν και άλλες πηγές βιοπορισμού. Για το λόγο αυτό, στράφηκαν στον καστανιώνα. Καθάρισαν τα σωθήρια από τα άγρια φυτά, «ημέρεψαν» με τον εμβολιασμό τα οπωροφόρα δένδρα και μετέτρεψαν τις όχθες των ρυακιών σε εύφορα περιβόλια, όπου καλλιέργησαν και τις πρώτες πατάτες. Ύστερα από τη μεγάλη πυρκαγιά του 1877 (το «γιανγκίνι» της 14-15/8/1877), οι αγριοκαστανιές, που βλάστησαν πάνω στους κορμούς των παλιών, εξημερώθηκαν με εμβόλια από ήμερες καστανιές και η παραγωγή τους στο τέλος της τουρκοκρατίας έφτασε τις τριακόσιες χιλιάδες οκάδες! Στη διάρκεια της κατοχής το κάστανο ήταν το προϊόν που έσωσε χιλιάδες ζωές από τη θανατηφόρα πείνα που ενέσκυψε. Κι επειδή οι Αγιασώτες με την έντονη θυμοσοφική τους διάθεση πάντα διακωμωδούν τόσο τις χαρές όσο και τα βάσανα της ζωής τους, έλεγαν τότε το παρακάτω τετράστιχο:
Τα κάστανα τιλειώσανι
δείτι να σουδιαστείτι
να τρώτι καστανόπταρα
μη τυχόν τσι πρηστείτι!
(Το … πρήξιμο παραπέμπει στον τυμπανισμό λόγω της πείνας, φαινόμενο δυστυχώς πολύ συνηθισμένο το χειμώνα του 1941 – 1942.)
Εδώ και αρκετά χρόνια, όμως, ελάχιστοι είναι πια αυτοί που διασχίζουν τα υπέροχα λιθόστρωτα μονοπάτια του καστανιώνα για να απομυζήσουν τη στερεμένη ικμάδα του. Αιτία, αφενός οι γενικότερες κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές που οδήγησαν στην ερήμωση της αγροτικής υπαίθρου και αφετέρου οι αρρώστιες που τον έχουν προσβάλει με αποτέλεσμα να μειωθεί η παραγωγή του. Παρόλα αυτά, το Αγιασώτικο κάστανο είναι ένα περιζήτητο ντόπιο προϊόν, που χαίρει ακόμα της εκτίμησης του καταναλωτικού κοινού.
Η ορεινή περιοχή του Ολύμπου Λέσβου συγκεντρώνει σημαντικά οικολογικά χαρακτηριστικά. Μια μεγάλη ποικιλία οικοτόπων και ζωντανών οργανισμών συναντάται σε μια σχετικά μικρή έκταση. Πολλά είδη της πανίδας και της χλωρίδας του προστατεύονται τόσο από την Ελληνική όσο και από την Κοινοτική Νομοθεσία. Υπάρχουν 12 είδη ορχιδέας, ευαίσθητα, προστατευόμενα από τη Συνθήκη CITES, σπάνια όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη.
Σήμερα πολλοί ντόπιοι και κυρίως ξένοι τουρίστες επισκέπτονται την Αγιάσο, για να θαυμάσουν και να μελετήσουν τον ανυπέρβλητο αυτό πλούτο των δασών του Ολύμπου, που αποτελούν χωρίς υπερβολή ένα βοτανικό παράδεισο. Η ανάπτυξη του οικολογικού και φυσιολατρικού τουρισμού προβάλλει σαν αναγκαιότητα, αφού μπορεί να αποτελέσει σημαντική πηγή πλούτου. Παράλληλα, πρέπει να γίνει επιστημονική παρέμβαση για την αντιμετώπιση των ασθενειών του καστανιώνα που περιορίζουν την παραγωγική του ικανότητα. Και τέλος, να βρεθούν τρόποι αποδοτικής αξιοποίησης των πολλών και εκλεκτών προϊόντων του, αλλά και μορφές επιχειρηματικής εκμετάλλευσης στηριγμένες είτε σε ατομική, είτε ακόμα καλύτερα σε συνεταιριστική βάση.
Θα αναφερθούμε σε δυο ασθένειες της καστανιάς που είναι καταστρεπτικές για τα δένδρα και το χειρότερο πολύ δύσκολα αντιμετωπίζονται.
Οι παραγωγοί μέχρι σήμερα ξέρουν για την καρπόκαψα, το ρόδινο και το κόκκινο σκουλήκι που προσβάλλουν τους καρπούς, τη μαύρη αφίδα που προκαλεί ζημιές στα νεαρά φύλλα και τους τρυφερούς βλαστούς, καθώς και τα ξυλοφάγα έντομα που υποβαθμίζουν την ξυλεία της καστανιάς. Λίγοι θα έχουν ακούσει για τη μελάνωση και το έλκος. Πιστεύαμε ότι αυτά ήταν προβλήματα που αφορούσαν άλλες περιοχές: τη Χαλκιδική, την Καστοριά, τη Φθιώτιδα, τη Μαγνησία. Τώρα, εργαστηριακοί έλεγχοι που έκανε το Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών σε δείγματα της περιοχής μας, απέδειξαν ότι δυστυχώς από δω και πέρα με τα έλκη θα αποκτήσουμε ιδιαίτερη οικειότητα.
Η μελάνωση και το έλκος είναι ασθένειες μολυσματικές που τις δημιουργεί μύκητας, μεταδίδονται από δέντρο σε δέντρο με διάφορους τρόπους και τα αποτελέσματα είναι καταστρεπτικά.
Η μελάνωση, η πιο επιζήμια ασθένεια της καστανιάς, οφείλεται στο μύκητα Phytophthora cinnamomi και Phytophthora cambivora. Η μόλυνση ξεκινάει από τα ριζικά τριχίδια, προχωρεί σε μεγάλες ρίζες και καταλήγει στη βάση του κορμού που εμφανίζει πλέον το τυπικό της ασθένειας. Αποτέλεσμα της προσβολής είναι η καταστροφή του κάμβιου, η αναστολή της αύξησης του πάχους της ρίζας, το σχίσιμο του φλοιού και η εκροή χυμού απ’ τα γυμνά τμήματα που δημιουργούν τα έλκη στις κεντρικές ρίζες και στη βάση του κορμού, ο οποίος λόγω της οξείδωσης των ταννινών που περιέχει παίρνει ένα μαύρο χρώμα (απ’ αυτό και το όνομα μελάνωση).
Αρχικά τα έλκη αυτά περιορίζονται στη μία πλευρά του κορμού. Σε προχωρημένο στάδιο περιζώνουν όλο τον κορμό. Τα συμπτώματα της προσβολής εκφράζονται με προοδευτική ξήρανση της κορυφής του δέντρου και είναι:
Για το έλκος αιτία είναι ο μύκητας cryptonectria parasitica που προσβάλλει ολόκληρο το εναέριο τμήμα της καστανιάς – κορμό, βραχίονες και κλαδιά – και τους δημιουργεί έλκη τα οποία αναπτύσσονται γρήγορα και ξεραίνουν τα τμήματα που βρίσκονται πάνω απ’ αυτά.
Τα έλκη στα νεαρά κλαδιά είναι κιτρινοκόκκινα ή καστανοκόκκινα και διακρίνονται σαφώς απ’ το χρώμα του υγιούς φλοιού. Εάν στο προσβεβλημένο τμήμα του κλάδου το παράσιτο επιφέρει τη νέκρωση του φλοιού και του κάμβιου, τότε το έλκος εμφανίζεται βυθισμένο.
Εάν το κάμβιο δεν καταστραφεί, τότε σχηματίζονται νέα στρώματα φλοιού και ως εκ τούτου το έλκος επεκτείνεται, εξογκώνεται και παρουσιάζει επιμήκεις ρωγμές.
Με την πάροδο του χρόνου τα έλκη γίνονται ανώμαλα, η επιφάνεια γεμίζει ρυτίδες και τελικά τμήματα του φλοιού ξεκολλούν απ’ το ξύλο.
Οι καρποφορίες του μύκητα, τα πυκνίδια (έχουν μέγεθος κεφαλιού καρφίτσας και είναι πορτοκαλόχρωμα) σχηματίζουν ένα στρώμα και περιβάλλονται από μία γλοιώδη ουσία. Προσκολλούνται σε έντομα και πουλιά και έτσι μεταφέρονται σε μεγάλες ή μικρές αποστάσεις.
Τα νεαρά δέντρα, όταν προσβληθούν, πεθαίνουν σε 3 – 4 χρόνια ενώ τα μεγαλύτερης ηλικίας σε 8 – 10 χρόνια.
Δε θα πω περισσότερα για τις ασθένειες αυτές που καταστρέφουν την καστανιά, ούτε για την καταπολέμησή τους (ξελάκκωμα, επαλείψεις με βορδιγάλειο πολτό, οξυχλωριούχο χαλκό κτλ).
(Ομιλία του Στρατή Αν. Καζατζή στην κεντρική εκδήλωση της 3ης Γιορτής Κάστανου του Δήμου Αγιάσου. Κινηματοθέατρο Αναγνωστηρίου Αγιάσου Κυριακή 12-11-2006, 7 μ.μ.)
Το δέντρο φυτρώνει σε υψόμετρο από 300 έως 1300 μέτρα , αλλά πάνω από τα 1000-1100 μέτρα, σπάνια καρποφορεί.
Το κάστανο έχει την ίδια διατροφική αξία με τα μανιτάρια και τις πατάτες. Είναι πλούσιο σε βιταμίνη C που δε διασπάται με το ψήσιμο ή με το βράσιμο. Η παραγωγή στην Ελλάδα αγγίζει τους 15.000 τόνους κατ’ έτος. Η παραγωγή κάστανου στην Αγιάσο έφτανε παλαιότερα τους 140-150 τόνους. Από το κάστανο γίνονται γλυκά κουταλιού, μαρμελάδα, τρουφάκια, σοκολατάκι, κορμός, ακόμα και ψωμί.
Η καστανιά αξιοποιεί τα όξινα εδάφη, δηλαδή με PH μεταξύ 5,5 και 6,5 που δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε άλλες καλλιέργειες. Αν και έχει πολλούς εχθρούς και ασθένειες, εντούτοις το δέντρο είναι αιωνόβιο, παίρνει μεγάλες διαστάσεις ιδίως καθ’ ύψος και όταν είναι σε καλή κατάσταση δίνει ικανοποιητική παραγωγή για περισσότερο από 100 χρόνια . Έχουν παρατηρηθεί έξι ασθένειες των ριζών, του κορμού και των κλαδιών, δέκα εχθροί και ασθένειες των φύλλων και των καρπών και έξι φυλλοφάγα και ξυλοφάγα έντομα, εκτός των παγετών, των ηλιακών εγκαυμάτων, της ασφυξίας των ριζών κλπ.
Τα κάστανα που παράγονται στην Αγιάσο σήμερα είναι οικολογικά. Η παραγωγή του προϊόντος επηρεάζεται από τις κλιματολογικές συνθήκες και κυρίως τις πρώιμες βροχές. Απ’ αυτές εξαρτάται η ποιότητα, η ποσότητα της παραγωγής και το μέγεθος του παραγόμενου κάστανου.
Μεγάλη αξία έχει και η ξυλεία που παράγεται από την καστανιά. Χρόνια τώρα το προϊόν της ξυλείας της έντυνε τα σπίτια των Αγιασωτών με κουφώματα, έπιπλα, πετσώματα σκεπών και σαχνισίνια. Σήμερα η χρήση της ξυλείας της καστανιάς περιορίστηκε σημαντικά, λόγω και της εισαγόμενης ξυλείας. Η ετήσια υλοτόμηση αποδίδει 180 έως 200 κυβικά μέτρα.
Προϊόν της καστανιάς είναι και οι πάσσαλοι περίφραξης αλλά κι αυτοί παραχωρούν τη θέση τους στους μεταλλικούς, οι οποίοι προέρχονται από ανακυκλωμένα μέταλλα.
Άλλο προϊόν είναι οι τέμπλες (ξύλινοι μεγάλοι βλαστοί καστανιάς που χρησιμοποιούνται στο ράβδισμα του καρπού της ελιάς) κατάλληλα επεξεργασμένες και ψημένες. Αυτές αντιστέκονται ακόμα στον ανταγωνισμό των ραβδιστικών μηχανημάτων. Το 90% των λεσβιακών ελαιώνων ραβδίζεται ακόμα με τις παραδοσιακές τέμπλες. Τούτο σημαίνει ότι σε μια καλή ελαιοκομική περίοδο κόβονται περίπου 11.000 έως 12.000 τέμπλες, που με μια μέση τιμή μπορούν να αποφέρουν εισόδημα στην Αγιάσο περίπου 500.000 έως 600.000 Ευρώ. Το κόψιμο για πάσσαλους και τέμπλες είναι ελεύθερο, ενώ για την υλοτόμηση και παραγωγή ξυλείας απαιτείται ειδική άδεια υλοτόμησης από τη Δασική Υπηρεσία.Για την παραγωγή διακοσμητικών γλαστρικών φυτών εσωτερικού και εξωτερικού χώρου, διαπιστώνεται ότι οι ανθοπαραγωγοί αγοράζουν και χρησιμοποιούν καστανόχωμα που προέρχεται από:
α) το σάπιο ξύλο του εσωτερικού των καρπών της καστανιάς,
β) τους σάπιους αχινούς, το λεγόμενο αχινόχωμα, και
γ) τα σάπια φύλλα της καστανιάς, το λεγόμενο φυλλόχωμα. Αυτά χρησιμοποιούνται για την παραγωγή φυτών που αγαπούν το όξινο περιβάλλον, όπως οι καμέλιες οι γαρδένιες, τα φούλια, οι ορτανσίες κ.ά.
Τα δεδομένα της παλαιοντολογίας πιστοποιούν ότι το δένδρο της καστανιάς υπήρχε από την τριτογενή περίοδο στην Ευρώπη. Δηλαδή πριν από 65 – 70 εκατομμύρια χρόνια. Τότε οι θερμοκρασίες ήταν ευνοϊκές, γι’ αυτό και το δένδρο είχε εξαπλωθεί προς το βορά. Αυτό επιβεβαιώνεται από τα ίχνη φύλλων και καρπών καστανιάς, που βρέθηκαν σε απολιθώματα της τριτογενούς περιόδου στη Γροιλανδία, την Αλάσκα, και τις χώρες της Σκανδιναβικής χερσονήσου. Την ίδια περίπου περίοδο απολιθώματα καστανιά βρέθηκαν στο σημερινό Καναδά, Ιαπωνία, Γάλλια, Ιταλία, στην πρώην Γιουγκοσλαβία, Αυστρία και Ουγγαρία.
Με την πάροδο των χρόνων και την αλλαγή των κλιματολογικών συνθηκών η ύπαρξη της καστανιάς περιορίζεται στη Ευρώπη από την Ισπανία και την Πορτογαλία μέχρι τον Καύκασο και περιλαμβάνει όλες τις χώρες που βρέχονται από τη Μεσόγειο Θάλασσα.
Σήμερα οι κυριότερες χώρες παραγωγής κάστανου στην Ευρώπη είναι η Ιταλία, η Γαλλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ελλάδα.
Τα τελευταία χρόνια δυστυχώς λόγω εγκατάλειψης ή παύσης της συστηματικής καλλιέργειάς τους η παραγωγή έχει μειωθεί σημαντικά. Αν και τα παραγόμενα κάστανα της Αγιάσου είναι εξ ολοκλήρου βιολογικά – οικολογικά, επειδή η καλλιέργειά τους χρόνια τώρα γίνεται με τρόπο αρχέγονο και εν πολλοίς ευκαιριακό, οι ασθένειες της καστανιάς, η χαμηλή τιμή του προϊόντος, η μη ύπαρξη αντισταθμιστικών οικονομικών παροχών οδηγούν σε συνεχή μείωση του συνολικού παραγόμενου προϊόντος.
Βασικές ασθένειες του Αγιασώτικου Καστανιώνα είναι η μελάνωση, το έλκος, ο ιξός, η καρπόκαψα, το ρόδινο και το κόκκινο σκουλήκι που προσβάλλουν τους καρπούς, η μαύρη αφίδα που προκαλεί ζημιές στα νεαρά φύλλα και τους τρυφερούς βλαστούς, καθώς και τα ξυλοφάγα έντομα που υποβαθμίζουν την ξυλεία της καστανιάς.
Εξάλλου η παραγωγή του προϊόντος καθώς και η ποιότητά του εξαρτάται από τις κλιματολογικές συνθήκες και κύρια τις πρώιμες βροχές που τα τελευταία χρόνια είναι πλέον σπάνιες έως ανύπαρκτες.
Μεγάλη αξία έχει και η ξυλεία που παράγεται από την καστανιά. Χρόνια τώρα το προϊόν αυτό έντυνε τα σπίτια του νησιού με κουφώματα, έπιπλα, πετσώματα σκεπών και σαχνισίνια (ξύλινες προεξοχές σπιτιών).
Δυστυχώς η ανθεκτικότητα και η τιμή οδήγησε σε εισαγόμενη πλέον ξυλεία.
Για την καλλιέργεια διακοσμητικών φυτών, διαπιστώνεται ότι το καστανόχωμα, το αχινόχωμα και το φυλλόχωμα είναι ιδανικά.
Το μέλι της καστανιάς έχει έντονο χαρακτηριστικό άρωμα και γεύση που ελάχιστα πικρίζει. Κρυσταλλώνει αργά σε ένα έως δύο χρόνια. Έχει υψηλή βακτηριοστατική δράση και αντέχει περισσότερο στη θέρμανση και στο χρόνο διατήρησης από τα άλλα μέλια. Το μέλι καστανιάς επιταχύνει την κυκλοφορία του αίματος και ασκεί στυπτική ενέργεια σε περιπτώσεις δυσεντερίας.
Περισσότερο απ’ όλα, τα αντισταθμιστικά οφέλη προβάλλουν ως αναγκαιότητα για τη συνέχεια της παραγωγής αυτού του προϊόντος.
Ανυπέρβλητο φυσικό στολίδι του ορεινού όγκου του Ολύμπου και κυρίαρχη φυτοκοινωνία του είναι ένα μη αυτοφυές δάσος καστανιάς έκτασης 11.000 στρεμμάτων, που αποτελεί οικότοπο με περιορισμένη εξάπλωση στο Αιγαίο και ενδιαίτημα σημαντικών γαιοφύτων. Ο γνωστός σε όλους μας και πολυαγαπημένος καστανιώνας εξασφάλιζε για αιώνες ένα σημαντικό εισόδημα στους κατοίκους της Αγιάσου.
Σύμφωνα με τον Στρατή Π. Κολαξιζέλη, την περίοδο της Ρωμαϊκής κατοχής της Λέσβου (88 π.Χ. – 395 μ.Χ.) ένας από τους άρχοντες της «χώρας της Πενθίλης» έφερε από τη Μικρά Ασία και φύτεψε στην περιοχή μας τις πρώτες καστανιές. Μετά τον τρομερό παγετό που έπληξε τον ελαιώνα και έμεινε στην ιστορία ως «η καμάδα των ελιών» (11-1-1850), οι πρόγονοί μας συνειδητοποίησαν ότι δεν πρέπει να περιορίζονται μόνο στην καλλιέργεια της ελιάς, αλλά να δημιουργήσουν και άλλες πηγές βιοπορισμού. Για το λόγο αυτό, στράφηκαν στον καστανιώνα. Καθάρισαν τα σωθήρια από τα άγρια φυτά, «ημέρεψαν» με τον εμβολιασμό τα οπωροφόρα δένδρα και μετέτρεψαν τις όχθες των ρυακιών σε εύφορα περιβόλια, όπου καλλιέργησαν και τις πρώτες πατάτες. Ύστερα από τη μεγάλη πυρκαγιά του 1877 (το «γιανγκίνι» της 14-15/8/1877), οι αγριοκαστανιές, που βλάστησαν πάνω στους κορμούς των παλιών, εξημερώθηκαν με εμβόλια από ήμερες καστανιές και η παραγωγή τους στο τέλος της τουρκοκρατίας έφτασε τις τριακόσιες χιλιάδες οκάδες! Στη διάρκεια της κατοχής το κάστανο ήταν το προϊόν που έσωσε χιλιάδες ζωές από τη θανατηφόρα πείνα που ενέσκυψε. Κι επειδή οι Αγιασώτες με την έντονη θυμοσοφική τους διάθεση πάντα διακωμωδούν τόσο τις χαρές όσο και τα βάσανα της ζωής τους, έλεγαν τότε το παρακάτω τετράστιχο:
Τα κάστανα τιλειώσανι
δείτι να σουδιαστείτι
να τρώτι καστανόπταρα
μη τυχόν τσι πρηστείτι!
(Το … πρήξιμο παραπέμπει στον τυμπανισμό λόγω της πείνας, φαινόμενο δυστυχώς πολύ συνηθισμένο το χειμώνα του 1941 – 1942.)
Εδώ και αρκετά χρόνια, όμως, ελάχιστοι είναι πια αυτοί που διασχίζουν τα υπέροχα λιθόστρωτα μονοπάτια του καστανιώνα για να απομυζήσουν τη στερεμένη ικμάδα του. Αιτία, αφενός οι γενικότερες κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές που οδήγησαν στην ερήμωση της αγροτικής υπαίθρου και αφετέρου οι αρρώστιες που τον έχουν προσβάλει με αποτέλεσμα να μειωθεί η παραγωγή του. Παρόλα αυτά, το Αγιασώτικο κάστανο είναι ένα περιζήτητο ντόπιο προϊόν, που χαίρει ακόμα της εκτίμησης του καταναλωτικού κοινού.
Η ορεινή περιοχή του Ολύμπου Λέσβου συγκεντρώνει σημαντικά οικολογικά χαρακτηριστικά. Μια μεγάλη ποικιλία οικοτόπων και ζωντανών οργανισμών συναντάται σε μια σχετικά μικρή έκταση. Πολλά είδη της πανίδας και της χλωρίδας του προστατεύονται τόσο από την Ελληνική όσο και από την Κοινοτική Νομοθεσία. Υπάρχουν 12 είδη ορχιδέας, ευαίσθητα, προστατευόμενα από τη Συνθήκη CITES, σπάνια όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη.
Σήμερα πολλοί ντόπιοι και κυρίως ξένοι τουρίστες επισκέπτονται την Αγιάσο, για να θαυμάσουν και να μελετήσουν τον ανυπέρβλητο αυτό πλούτο των δασών του Ολύμπου, που αποτελούν χωρίς υπερβολή ένα βοτανικό παράδεισο. Η ανάπτυξη του οικολογικού και φυσιολατρικού τουρισμού προβάλλει σαν αναγκαιότητα, αφού μπορεί να αποτελέσει σημαντική πηγή πλούτου. Παράλληλα, πρέπει να γίνει επιστημονική παρέμβαση για την αντιμετώπιση των ασθενειών του καστανιώνα που περιορίζουν την παραγωγική του ικανότητα. Και τέλος, να βρεθούν τρόποι αποδοτικής αξιοποίησης των πολλών και εκλεκτών προϊόντων του, αλλά και μορφές επιχειρηματικής εκμετάλλευσης στηριγμένες είτε σε ατομική, είτε ακόμα καλύτερα σε συνεταιριστική βάση.
Θα αναφερθούμε σε δυο ασθένειες της καστανιάς που είναι καταστρεπτικές για τα δένδρα και το χειρότερο πολύ δύσκολα αντιμετωπίζονται.
Οι παραγωγοί μέχρι σήμερα ξέρουν για την καρπόκαψα, το ρόδινο και το κόκκινο σκουλήκι που προσβάλλουν τους καρπούς, τη μαύρη αφίδα που προκαλεί ζημιές στα νεαρά φύλλα και τους τρυφερούς βλαστούς, καθώς και τα ξυλοφάγα έντομα που υποβαθμίζουν την ξυλεία της καστανιάς. Λίγοι θα έχουν ακούσει για τη μελάνωση και το έλκος. Πιστεύαμε ότι αυτά ήταν προβλήματα που αφορούσαν άλλες περιοχές: τη Χαλκιδική, την Καστοριά, τη Φθιώτιδα, τη Μαγνησία. Τώρα, εργαστηριακοί έλεγχοι που έκανε το Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών σε δείγματα της περιοχής μας, απέδειξαν ότι δυστυχώς από δω και πέρα με τα έλκη θα αποκτήσουμε ιδιαίτερη οικειότητα.
Η μελάνωση και το έλκος είναι ασθένειες μολυσματικές που τις δημιουργεί μύκητας, μεταδίδονται από δέντρο σε δέντρο με διάφορους τρόπους και τα αποτελέσματα είναι καταστρεπτικά.
Η μελάνωση, η πιο επιζήμια ασθένεια της καστανιάς, οφείλεται στο μύκητα Phytophthora cinnamomi και Phytophthora cambivora. Η μόλυνση ξεκινάει από τα ριζικά τριχίδια, προχωρεί σε μεγάλες ρίζες και καταλήγει στη βάση του κορμού που εμφανίζει πλέον το τυπικό της ασθένειας. Αποτέλεσμα της προσβολής είναι η καταστροφή του κάμβιου, η αναστολή της αύξησης του πάχους της ρίζας, το σχίσιμο του φλοιού και η εκροή χυμού απ’ τα γυμνά τμήματα που δημιουργούν τα έλκη στις κεντρικές ρίζες και στη βάση του κορμού, ο οποίος λόγω της οξείδωσης των ταννινών που περιέχει παίρνει ένα μαύρο χρώμα (απ’ αυτό και το όνομα μελάνωση).
Αρχικά τα έλκη αυτά περιορίζονται στη μία πλευρά του κορμού. Σε προχωρημένο στάδιο περιζώνουν όλο τον κορμό. Τα συμπτώματα της προσβολής εκφράζονται με προοδευτική ξήρανση της κορυφής του δέντρου και είναι:
Για το έλκος αιτία είναι ο μύκητας cryptonectria parasitica που προσβάλλει ολόκληρο το εναέριο τμήμα της καστανιάς – κορμό, βραχίονες και κλαδιά – και τους δημιουργεί έλκη τα οποία αναπτύσσονται γρήγορα και ξεραίνουν τα τμήματα που βρίσκονται πάνω απ’ αυτά.
Τα έλκη στα νεαρά κλαδιά είναι κιτρινοκόκκινα ή καστανοκόκκινα και διακρίνονται σαφώς απ’ το χρώμα του υγιούς φλοιού. Εάν στο προσβεβλημένο τμήμα του κλάδου το παράσιτο επιφέρει τη νέκρωση του φλοιού και του κάμβιου, τότε το έλκος εμφανίζεται βυθισμένο.
Εάν το κάμβιο δεν καταστραφεί, τότε σχηματίζονται νέα στρώματα φλοιού και ως εκ τούτου το έλκος επεκτείνεται, εξογκώνεται και παρουσιάζει επιμήκεις ρωγμές.
Με την πάροδο του χρόνου τα έλκη γίνονται ανώμαλα, η επιφάνεια γεμίζει ρυτίδες και τελικά τμήματα του φλοιού ξεκολλούν απ’ το ξύλο.
Οι καρποφορίες του μύκητα, τα πυκνίδια (έχουν μέγεθος κεφαλιού καρφίτσας και είναι πορτοκαλόχρωμα) σχηματίζουν ένα στρώμα και περιβάλλονται από μία γλοιώδη ουσία. Προσκολλούνται σε έντομα και πουλιά και έτσι μεταφέρονται σε μεγάλες ή μικρές αποστάσεις.
Τα νεαρά δέντρα, όταν προσβληθούν, πεθαίνουν σε 3 – 4 χρόνια ενώ τα μεγαλύτερης ηλικίας σε 8 – 10 χρόνια.
Δε θα πω περισσότερα για τις ασθένειες αυτές που καταστρέφουν την καστανιά, ούτε για την καταπολέμησή τους (ξελάκκωμα, επαλείψεις με βορδιγάλειο πολτό, οξυχλωριούχο χαλκό κτλ).
(Ομιλία του Στρατή Αν. Καζατζή στην κεντρική εκδήλωση της 3ης Γιορτής Κάστανου του Δήμου Αγιάσου. Κινηματοθέατρο Αναγνωστηρίου Αγιάσου Κυριακή 12-11-2006, 7 μ.μ.)
Το δέντρο φυτρώνει σε υψόμετρο από 300 έως 1300 μέτρα , αλλά πάνω από τα 1000-1100 μέτρα, σπάνια καρποφορεί.
Το κάστανο έχει την ίδια διατροφική αξία με τα μανιτάρια και τις πατάτες. Είναι πλούσιο σε βιταμίνη C που δε διασπάται με το ψήσιμο ή με το βράσιμο. Η παραγωγή στην Ελλάδα αγγίζει τους 15.000 τόνους κατ’ έτος. Η παραγωγή κάστανου στην Αγιάσο έφτανε παλαιότερα τους 140-150 τόνους. Από το κάστανο γίνονται γλυκά κουταλιού, μαρμελάδα, τρουφάκια, σοκολατάκι, κορμός, ακόμα και ψωμί.
Η καστανιά αξιοποιεί τα όξινα εδάφη, δηλαδή με PH μεταξύ 5,5 και 6,5 που δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε άλλες καλλιέργειες. Αν και έχει πολλούς εχθρούς και ασθένειες, εντούτοις το δέντρο είναι αιωνόβιο, παίρνει μεγάλες διαστάσεις ιδίως καθ’ ύψος και όταν είναι σε καλή κατάσταση δίνει ικανοποιητική παραγωγή για περισσότερο από 100 χρόνια . Έχουν παρατηρηθεί έξι ασθένειες των ριζών, του κορμού και των κλαδιών, δέκα εχθροί και ασθένειες των φύλλων και των καρπών και έξι φυλλοφάγα και ξυλοφάγα έντομα, εκτός των παγετών, των ηλιακών εγκαυμάτων, της ασφυξίας των ριζών κλπ.
Τα κάστανα που παράγονται στην Αγιάσο σήμερα είναι οικολογικά. Η παραγωγή του προϊόντος επηρεάζεται από τις κλιματολογικές συνθήκες και κυρίως τις πρώιμες βροχές. Απ’ αυτές εξαρτάται η ποιότητα, η ποσότητα της παραγωγής και το μέγεθος του παραγόμενου κάστανου.
Μεγάλη αξία έχει και η ξυλεία που παράγεται από την καστανιά. Χρόνια τώρα το προϊόν της ξυλείας της έντυνε τα σπίτια των Αγιασωτών με κουφώματα, έπιπλα, πετσώματα σκεπών και σαχνισίνια. Σήμερα η χρήση της ξυλείας της καστανιάς περιορίστηκε σημαντικά, λόγω και της εισαγόμενης ξυλείας. Η ετήσια υλοτόμηση αποδίδει 180 έως 200 κυβικά μέτρα.
Προϊόν της καστανιάς είναι και οι πάσσαλοι περίφραξης αλλά κι αυτοί παραχωρούν τη θέση τους στους μεταλλικούς, οι οποίοι προέρχονται από ανακυκλωμένα μέταλλα.
Άλλο προϊόν είναι οι τέμπλες (ξύλινοι μεγάλοι βλαστοί καστανιάς που χρησιμοποιούνται στο ράβδισμα του καρπού της ελιάς) κατάλληλα επεξεργασμένες και ψημένες. Αυτές αντιστέκονται ακόμα στον ανταγωνισμό των ραβδιστικών μηχανημάτων. Το 90% των λεσβιακών ελαιώνων ραβδίζεται ακόμα με τις παραδοσιακές τέμπλες. Τούτο σημαίνει ότι σε μια καλή ελαιοκομική περίοδο κόβονται περίπου 11.000 έως 12.000 τέμπλες, που με μια μέση τιμή μπορούν να αποφέρουν εισόδημα στην Αγιάσο περίπου 500.000 έως 600.000 Ευρώ. Το κόψιμο για πάσσαλους και τέμπλες είναι ελεύθερο, ενώ για την υλοτόμηση και παραγωγή ξυλείας απαιτείται ειδική άδεια υλοτόμησης από τη Δασική Υπηρεσία.Για την παραγωγή διακοσμητικών γλαστρικών φυτών εσωτερικού και εξωτερικού χώρου, διαπιστώνεται ότι οι ανθοπαραγωγοί αγοράζουν και χρησιμοποιούν καστανόχωμα που προέρχεται από:
α) το σάπιο ξύλο του εσωτερικού των καρπών της καστανιάς,
β) τους σάπιους αχινούς, το λεγόμενο αχινόχωμα, και
γ) τα σάπια φύλλα της καστανιάς, το λεγόμενο φυλλόχωμα. Αυτά χρησιμοποιούνται για την παραγωγή φυτών που αγαπούν το όξινο περιβάλλον, όπως οι καμέλιες οι γαρδένιες, τα φούλια, οι ορτανσίες κ.ά.