ΧΡΗΣΙΜΟΙ ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ
Designed by Asterias GDG
Ο Δήμος Μυτιλήνης εκτείνεται σε μια μεγάλη περιοχή, με σύνθετο και ενδιαφέρον γεωανάγλυφο, από βουνά, λόφους, ποτάμια με ρεματιές και χαράδρες, παραλίες με υγρότοπους , απόκρημνες ακτές και μικρούς όρμους! Βασικά του φυσικά χαρακτηριστικά αποτελούν η κορύφωση του Ολύμπου (967 μ) στα δυτικά, ο Κόλπος της Γέρας στην μεσότητα και η χερσόνησος με το βουνό της Αμαλής ( 517 μ), στα ανατολικά.
Ο ασβεστολιθικός Όλυμπος συνεχίζεται σε βουνά όπως το Πετροβούνι (704 μ) και ο Στρόβιλος (Περιστέρι, 672 μ) της Γέρας προς τα νότια και καταλήγει στις απόκρημνες όχθες του Πλωμαριού. Αυτές οι ασβεστολιθικές και σχιστολιθικές εκτάσεις , διασχίζονται από ποτάμια, που σχηματίζουν ρεματιές και χαράδρες , δρόμους διαχείρισης του νερού, με νερόμυλους, γεφύρια και λιθόστρωτα, αλλά και τόπους όπου ευδοκιμούν πολλά είδη της πανίδας και της χλωρίδας. Ο Πριόνας που περνά από το Νεοχώρι και το Ακράσι, και εκβάλλει στην παραλία της Δρότας, αποτελεί ένα φυσικό πέρασμα ομορφιάς προς την ορεινή Αγιάσο. Ανατολικότερα, το ποτάμι του Παλαιοχωρίου, που εκβάλλει στην Μελίντα, εισχωρεί βαθειά στους ορεινούς όγκος. Τέλος ο Σεδούντας, ο ποταμός του Πλωμαριού, των νερόμυλων και μιας υπέροχης βατής διαδρομής έως τις πηγές του και την Λιμνοδεξαμενή, αποτελεί μια ασφαλτοστρωμένη δίοδο, δίπλα στην μοναδική φύση, κάτω από το Μεγαλοχώρι. Από το Πλωμάρι έως την Γέρα υπάρχει η Πλατανόφυτη Λαγκάδα.
Το Πετροβούνι και το Περιστέρι, η επέκταση του Ολύμπου προς τα ανατολικά, σχηματίζουν τους Χείμαρρους, που διασχίζουν τον ελαιώνα και τον κάμπο των χωριών της Γέρας και εκβάλλουν στην παραλία του κόλπου. Βορειότερα, ανοίγεται ο μικρός κάμπος του Κάτω Τρίτους και της Μυχούς, με ένα ποτάμι που έρχεται από μια χαράδρα με πηγές, μοναδική φυσική ομορφιά , κάτω από πευκόφυτες πλαγιές. Ο μεγάλος κάμπος των χωριών του ποταμού Ευεργέτουλα, αποτελεί μια γόνιμη διέξοδο του μεγάλου ποταμού προς τον μεγάλο υγρότοπο του μυχού του κόλπου. Αμέτρητα παρακλάδια, μοναδικές στράτες του νερού και καταφύγια φυτών και ζώων, με αστείρευτες πηγές ( Καριώνα Αγιάσου, Αγ Αναργύρων, Ενθρονου, Λάμπου Μύλων), φέρνουν το νερό από τις ανατολικές πλαγιές του Ολύμπου, από το πευκόδασος στα βόρεια και από τα μέρη της Πηγής στα Ανατολικά και δημιουργούν το πλατύ ποτάμι, κάτω από τις κάθετες πλαγιές του βουνού της Λάρσου. Αυτών των γεωλογικών ρηγμάτων της γένεσης του κόλπου της Γέρας…
Από αυτή την πληθώρα των νερών άρχιζε το μοναδικό τεχνικό έργο του Ρωμαϊκού Υδραγωγείου, που έφερνε χιλιάδες τόνους νερού στην Μυτιλήνη. Και γι’ αυτή την τεράστια βιοποικιλότητα της περιοχής, ιδρύθηκε στον Ασώματο, το Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης.
Στην ανατολική παραλία του Κόλπου, με τα ασβεστολιθικά υψώματα, υπάρχουν πηγές θερμών υδάτων, με μεγαλύτερες των Θέρμων, όπου λειτουργούν επί πολλά χρόνια εγκαταστάσεις θεραπευτικών λουτρών. Αυτά τα υψώματα, χωρίζουν την περιοχή, από την ρεματιά του Τενέγια, ένα φαράγγι κάθετων βράχων, που εκτείνεται από την Θερμή, μέχρι την Πηγή-Κώμη. Οι πανάρχαιες Θερμοπηγές και οι ελαιόφυτες πλαγιές των βορινών χωριών, που καταλήγουν σε υπέροχους όρμους, φθάνουν μέχρι τα μεγάλα πλατώματα, τις πλάτες, από την ηφαιστειακή πέτρα του ιγκνιβρίτη, η οποία χρησιμοποιείται ακόμα στην οικοδομική.
Τέλος, η χερσόνησος της Αμαλής, αποτελεί μια ιδιαίτερη γεωλογική περιοχή, ενός δάσους τραχείας πεύκης , όπως και η περιοχή του Δάσους, βόρεια του Ευεργέτουλα, η περιοχή της βόρειας πλευράς του Ολύμπου, προς το Αμπελικό, η περιοχή προς τα Βασιλικά και οι περιοχές δυτικά της Κώμης! Σ’ αυτές τις περιοχές, τα πετρώματα, πανάρχαιοι, υπεβασικοί περιδοτίτες, ανυψωμένος βυθός της αρχέγονης θάλασσας Τηθύος , φιλοξενούν μια ιδιαίτερη χλωρίδα, που έχει σχέση με τα μέταλλα (σίδηρο, χρώμιο, μαγνήσιο, νικέλιο ) που περιέχονται σ’ αυτά! Το αυστηρά ενδημικό Alyssum lesbiacum, η Jurinea consanguinea, τα ακανθοφόρα θαμνοειδή Genista anatolica και Genista acanthoclada, το Teucrium polium subsp capitatum, οι ορχιδέες Limodorum abortivum και Cephalanthera rubra. Ορισμένα φυτά, όπως η απειλούμενη μέντα, Ziziphora taurica, εμφανίζουν ερυθρές παραλλαγές, λόγω ίσως του χρωμίου που απορροφούν (Μεταλλοφορία).
Το γεωλογικό, λοιπόν, υπόστρωμα είναι ακόμα ένας παράγοντας για τον μεγάλο αριθμό ειδών και υποειδών της χλωρίδας στην Λέσβο και στους τόπους του Δήμου Μυτιλήνης. Ασβεστόλιθοι και σχιστόλιθοι, ηφαιστειακοί Ιγκνιβρίτες και Βασάλτες ( στην Μυτιλήνη), Περιδοτίτες και οι λευκοί, ιζηματογενείς ασβεστόλιθοι ( Μυτιλήνη, Καρά Τεπές, προς Αμαλή), που φέρουν απολιθώματα της λίμνης των 2 εκατ. ετών, αποτελούν αυτό το ποικιλόμορφο υπόστρωμα.
Από περίπου 1600 είδη φυτών της Λέσβου, τα 1200 απαντούν και στην περιοχή του Δήμου Μυτιλήνης. Από τα 5 είδη Αμφιβίων (βάτραχοι και φρύνοι) βρίσκονται τα 4, ενώ υπάρχουν όλα τα είδη Ερπετών ( χελώνα και 2 νεροχελώνες, 7 σαύρες και 12 είδη φιδιών). Πρέπει να αναφέρουμε την τελευταία αναγνώριση της σαύρας Tarentolla mauritanica και του μόνου, δυνητικά επικίνδυνου φιδιού, της Οθωμανικής Οχιάς, Macrovipera xanthina. Όλα τα είδη των Θηλαστικών, Αλεπού, Κουνάβι (σε μεγάλους αριθμούς) και Νυφίτσα (σπανιότερη), καθώς και η εξαφανισμένη από χρόνια Ενυδρίδα ( Lutra lutra, πριν λίγα χρόνια παρουσία της στον μοναδικό Υγρότοπο της Λάρσου), βρίσκονται στην περιοχή. Ο Λαγός (εκτός από το Κουνέλι), ο Σκατζόχοιρος, ο μοναδικός Περσικός Σκίουρος (Γαλιά, Sciurus anomalus), τα τρία είδη Μυγαλών (Crocidura), ο Νανοτυφλοποντικός (Nanospalax leucodon), τα 7 είδη Ποντικών, με πιο συχνά τους δύο Αρουραίους (Rattus) και τους Σκαπτοποντικούς (Microtus guentberi που γεμίζουν στοές τα χωράφια) και τα 15 είδη Νυκτερίδων βρίσκονται εδώ! Για τις Νυκτερίδες πρέπει να αναφέρουμε ότι βρίσκονται κύρια στην περιοχή του Ολύμπου, ενώ η κοινή Νανονυκτερίδα, βρίσκεται παντού!
Βασικά, η ευρύτερη περιοχή του Δήμου παρουσιάζει τις εκτεταμένες περιοχές του Ελαιώνα, του Πευκοδάσους και του Καστανιώνα της Αγιάσου, ανάμεσα στις οποίες βρίσκονται εκτάσεις με φρύγανα και θάμνους. Η Κουμαριά (Arbutus unedo,στον πευκώνα του Καριώνα της Γέρας και αλλού), η Αντραχιά (Arbutus unedo, σε μεγάλες συγκεντρώσεις στην Αμαλή), ο Ρείκος ο Φθινοπωρινός, των μελισσοκόμων του δάσους (Erica verticilata) και ο λευκός Δενδρώδης (Erica arborea), οι δύο Αξίσταροι, ο πολύτιμος φαρμακευτικά ροζ (Cistus incanus) και ο Λευκός (Cistus salvifolius), ο Αβαγιαννός ( Lavandula stoechas) , ο Πρίνος (Quercus coccifera). ο ακανθωτός Ασπάλαθρος ( Calycotone villosa), η πανταχού παρούσα Ανθυλλίς (Anthyllis hermanii), η Μυρτιά (Myrtus communis), η Αλυγαριά ( Vitex agnus castus), η Ροδοδάφνη των ποταμών (Nerium oleander) και η Δάφνη του Απόλλωνα (Laurus nobilis), τα δύο Αγιοκλήματα (Lonicera etrusca και Lonicera implexa), η Κληματίδα του Χειμώνα (Clematis cirrhosa), η Σβυρνιά( Tamus communis), και άλλοι θάμνοι, απαντούν σ’ όλη την περιοχή του Δήμου.
Στην παράλια ζώνη του Κόλπου της Γέρας, απαντώνται οι κυριότεροι Υγροβιότοποι του Δήμου ( Περάματος, Ευρειακής, Νάπης και κύρια της Λάρσου. Επίσης, υπάρχει ο Υγρότοπος της Χαραμίδας. Στον Υγρότοπο της Λάρσου έχουν αναγνωριστεί περισσότερα από 80 είδη φυτών! Υπάρχουν ο Μελιός ( Fraxinus angustifolia), βασικά η καλαμιά στο Έλος ( Fragmites australis), το Καραγάτσι ή Φτελιά ( Ulmus minor subsp minor), η Ιτιά (Salix alba), η Αψιθιά ( Absinthium arborescens), το Αλμυρίκι (Tamarix sp), πολλά είδη Βούρλων, ο Νάρθηκας, που κιτρινίζει τα πάντα την Άνοιξη (Ferrula communis), η μικρή Αλμυρίθρα (Salicornia europaea), το μπλέ αγκάθι Eryngium maritimum, οι Βιολέτες Viola tricuspidata και Malcomnia flexuosa, η θαλασσινή Kakile maritime. Και πιο μέσα στον κάμπο, η Κακαβιά ( Celtis australis), η Λεύκα (Populus italica), το Πλατάνι (Platanus orientalis).
Στον Υγρότοπο της Νάπης εμφανίζεται το κίτρινο «χαλί» του Ranunculus velutinus, με βυσσινί πινελιές της Ορχιδέας, Orchis laxiflora. Στον Υγρότοπο (αλμυρό νερό) του Περάματος, παλιά Αλυκή, επικρατεί το υδρόβιο Bolboschenus maritimus!
Τα είδη των πουλιών είναι κοινά σ’ αυτούς τους τόπους, αρκετά ενδημικά και περισσότερα αποδημητικά! Κορυφαία στην οικολογική αλυσίδα είναι η Γερακίνα (Buteo buteo), πολύ κοινή, τα Κιρκινέζια και κύρια το Βραχοκιρκίνεζο (Falco tinnunculus) και το κοινό Κιρκινέζι (Falco naumanni), που παλιά φώλιαζαν κάτω από τις στέγες, αλλά και τα είδη των μπούφων και της κουκουβάγιας. Ο μεγάλος Μπούφος (Bubo bubo) είναι πια σπάνιος, ενώ συχνές είναι η κοινή κουκουβάγια (Athena noctua), η πεπλοκουκουβάγια ( Tyto alba), ο γκιώνης ( Otus scops)και ο νανόμπουφος (Asio otus).
Στους Υγρότοπους και στην παραλιακή ζώνη βρίσκονται μόνιμα η Φαλαρίδα (Fulica atra), η Νερόκοτα (Galinulla chloropus), η Νεροκοτσέλα (Rallus aquaticus) , ο Χαραδριός (Charadrius dubius) και αρκετά είδη αποδημητικών, όπως ο Αργυροτσικνιάς (Ardea alba), ο Σταχτοτσικνιάς (Ardea cinerea), ο Λευκοτσικνιάς (Egretta garzetta), ο Νυχτοκόρακας (Nycticorax nycticorax), η Καλημάννα (Vanellus vanellus), η Χαλκόκοτα (Plegadis falcinellus), ο Μαυροπελαργός (Ciconia nigra), ο Γελαδάρης (Bubulus ibis), ο Κρυπτοτσικνιάς, ο Πορφυροτσικνιάς, πολλά είδη Πάπιας και μικρότερων Παρυδάτιων. Πρέπει να αναφερθεί η αναπαραγωγή της Καστανόχηνας (Tadorna ferruginea) στο έλος του Περάματος και στα νησάκια του Όρους, όπου φωλιάζει και το Αγριοπερίστερο (Columba oenas).
Στον θαλάσσιο χώρο απαντούν τα τρία είδη Γλάρων: Larus micachelis, ο μεγάλος, ο καστανοκέφαλος (Chroicocephalus ridibundus )και ο melanocephalus, η Στέρνα (Sterna hirundo), ο Κορμοράνος και τα δύο είδη Βουτηχτάρες (Νταλτίκια). Και τα 8 είδη Πετροχελίδονων και Χελιδονιών έρχονται στην περιοχή. Επίσης συναντώνται τα περισσότερα από τα 300 (και περισσότερα) είδη των πουλιών του νησιού!
Εξαιρούνται είδη των Αλυκών, όπως τα Φλαμίνγκο ,Χήνες, Πάπιες και μεγάλα Αρπακτικά, όπως Αετοί και είδη Παρυδάτιων.
Στην περιοχή διαβιούν αμέτρητα είδη Εντόμων. Η Εργασία του Πανεπιστημίου Αιγαίου (Τμήμα Γεωγραφίας, υπό την Κ. Πετανίδου), έχει εντοπίσει μεγάλο αριθμό Υμενοπτέρων και Διπτέρων, αρκετά μόνο στον Καστανιώνα και το πεδίο αυτό είναι ανοικτό στην συνεχιζόμενη έρευνα. Τελευταίο ενδημικό είδος κολεοπτέρου στην περιοχή το Dorcadion triste subsp lesbicum. Επίσης, από τα 250 περίπου είδη Αραχνών του νησιού, τα περισσότερα εντοπίζονται και στην περιοχή.
Επειδή το οικοσύστημα του Ολύμπου θεωρείται το βασικό του Δήμου Μυτιλήνης, θεωρώ ότι πρέπει να παρατεθεί αυτούσιο το κείμενο που έγραψα στο Φυλλάδιο του Κέντρου Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Ευεργέτουλα Λέσβου, το 2019. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ο κίνδυνος εξαφάνισης του Πεντόνυχου, γνωστού και ως Τσάι του βουνού, του Sideritis sipylea, από την αλόγιστη συγκομιδή του. Βρίσκεται στους ασβεστολιθικούς ορεινούς όγκους του Ολύμπου και του Πετροβουνίου της Γέρας. Επίσης άλλο φυτό, αρωματικό, που κινδυνεύει με εξαφάνιση, και αυτό από την αλόγιστη συγκομιδή, είναι η μικρή βουνίσια μέντα, η Ziziphora taurica subsp cleonioides.
Όταν λέμε οικοσύστημα του επιβλητικού ορεινού όγκου του Ολύμπου, υπολογίζουμε όλη την γεωμορφολογία, από την ασβεστολιθική κορυφή των 967 μέτρων, που επεκτείνεται στα Ανατολικά, μέχρι χαμηλά στον ελαιώνα, γύρω από την κωμόπολη της Αγιάσου, με δολομίτες, κρυσταλλικούς ασβεστόλιθους και σχιστόλιθους, ενώ προς τα δυτικά, πέρα από τον ορεινό Ντέντε-Κάμπο, με τα οπωροφόρα, εμφανίζεται το πευκόδασος της τραχείας πεύκης (Pinus brutia), με υπόστρωμα τα μεταλλοφόρα πετρώματα των οφιόλιθων! Εδώ φυτρώνει και το ενδημικό Alyssum lesbiacum, το θυμάρι Thymus zygioides και άλλα.
O ορεινός κάμπος διοχετεύει τα νερά, βόρεια προς την πευκόφυτη χαράδρα της Καρκαβούρας, ενώ νότια σχηματίζεται το Πλατανόφυτο ποτάμι, προς το Αμπελικό.
Η κορυφή, ο Αϊ Λιας, παρά την ισοπέδωσή της από κτίσματα, φέρει μια μεγάλη ποικιλία μικρών φυτών, που σε εποχιακές ανθοφορίες, είναι περισσότερα από 50 είδη. Στην ξυλώδη αγριοκερασιά (Prunus prostrata), φωλιάζει η Emberiza caesia. Χαμηλότερα στον κάμπο, εμφανίζεται και η Emberiza cirlus. Στα κτήρια της κορυφής φωλιάζει ένα ασυνήθιστο χελιδόνι, το Ptyonoprogne rupestris, περιφέρεται ο γαλαζοκότσυφας (Monticola solitarius), ενώ εμφανίζεται η Γερακίνα (Buteo buteo), το όρνιο (Corvus corax), το διπλοσάινο (Accipiter gentilis) και άλλα αρπακτικά! Στα μικρά φυτά της κορυφής, που πάντα κάτι θα ανθίζει, διακρίνουμε την Minuartia anatolica, την μικρή Viola heildreichiana, την υπέροχη Veronica grissebachii, την Aubrietta deltoidea, το Aethionema saxatilis, το ενδημικό Alyssum xiphocarpum, μια παραλλαγή της Ziziphora taurica, το Asyneuma laminifolium, την Anthemis cretica, την Silene urvillei, το ενδημικό υποείδος Asperula nitida subsp mytilinica, το Teucrium montanum, την Nepeta sibthorpii, τον Astragalus angustifolius, τον Carduus nutans subsp taygetus, την Saxifraga tridactylites, και άλλα πολλά! Εκεί στα βράχια εμφανίζονται και οι Ασπροκωλίνες Οenanthe hispanica subsp ochroleuca και Oenanthe isabellina! Από εδώ δε εμφανίζεται και το «κροκοδειλάκι» στις σχισμές (Laudakia stellio). Κάτω από την κορυφή και προς τα ανατολικά, έως την εμφάνιση της Καστανιάς, απλώνεται ένα «δάσος» από δένδρα και θάμνους! Ο Κράταιγος ή τρικοκκιά (Crataegus monogyna) και η Αρκομηλιά (Prunus cocomilia), εδώ φθάνουν τα 10 μέτρα και μετά απλώνονται έως κάτω μαζί με τον Βάτο (Rubus sanctus), τις Αγριοτριανταφυλλιές (Rosa canina, Rosa micrantha), τους Πρίνους (Quercus coccifera), τα μικρά ρουπάκια (Quercus pubescens), τον Κότσινα (Phillyrea media), την Αχλαδιά (Pyrus spinosus), την αγριοδαμασκηνιά (Prunus spinosus subsp dasyphylla), τα αγιοκλήματα (Lonicera implexa και L.etrusca), τον κέδρο (Juniperus oxycedrus) και την Τετραμίθρα ή Τσικουδιά (Pistacia terebinthus) με τα υπέροχα κόκκινα φθινοπωρινά χρώματα. Προς τον Ντέντε-Κάμπο φυτρώνει ο Μελιός (Fraxinus angustifolia), στο ενδιάμεσο ένα σύδενδρο πλατάνων (Platanus orientalis). Από εδώ εμφανίζεται η Καμπανούλα (Fritilaria pontica) και η κίτρινη μαργαρίτα (Doronicum orientale), που στολίζει και τον καστανιώνα! Στον Κράταιγο έχουν μπολιάσει τις καλλιεργούμενες Κρανιά (Cornus mas) και Μουμτζιά ή μεσπιλιά (Mespilus germanica). Σ’ όλη την έκταση του βιότοπου, εκτός από τα σαρκοβόρα αλεπού (Vulpes vulpes), κουνάβι (Martes foina) και νυφίτσα (Mustela nivalis) ζουν ο λαγός (Lepus europaeus), ο σκατζόχοιρος, (Erinaceus concolor), ο τυφλοπόντικας (Nanospalax, leucodon), η Crocidura suaveolens και οι άλλες δύο μυγαλές, τα περισσότερα από τα 15! Είδη νυχτερίδων του νησιού, με ενδημικό το υποείδος Myotis blythi subsp lesbiacus, o σκαπτοποντικός με τα μικρά τούνελ (Microtus guentheri), ο πολύ κοινός μαυροποντικός (Rattus rattus), ο δασοποντικός (Apodemus sylvaticus), ο βραχοποντικός) (Apodemus mystacinus και ο κρικοποντικός (Apodemus flavicolis). Τελευταία έχει εισαχθεί στην πανίδα το Αγριογούρουνο (Sus scrofa), το οποίο με τους πολυπληθείς τοκετούς, δημιουργεί προβλήματα. Ο πρωταγωνιστής όμως του καστανιώνα, είναι ο μικρός Ασιατικός Σκίουρος, η Γαλιά (Sciurus anomalus λόγω του διαφορετικού οδοντικού τύπου από τον κοινό σκίουρο), ο μεγαλύτερος φυτευτής καστάνων. Επειδή συναντάται μόνο στην Λέσβο (δυτικότερο όριο εξάπλωσης) προστατεύεται! Στον Καστανιώνα, η ήμερη καστανιά (Castanea sativa) προέρχεται μάλλον από άγρια αυτοφυή παραλλαγή, αφού το αρχαίο της όνομα του Θεόφραστου (Διός Βάλανος), το φέρει γειτονικός στην κωμόπολη λόφος (Βάλανος). Επάνω της αναπτύσσεται το παρασιτικό φυτό Λόρανθος (Loranthus europaeus), με τους κίτρινους σφαιρικούς καρπούς, που τρώει η μεγάλη Τσαρτσάρα, γνωστό είδος τσίχλας (Turdus viscivorus) και εμφανίζεται εποχικά εδώ. Η υπέροχη, προστατευόμενη Παιώνια (Paeonia mascula mascula), ο Γάλανθος (Galanthus elvesii), η Τουλίπα (Tulipa bithynica), η ροζ Παγώνα ή κολχικό (Colchicum bivonae), οι δύο κρόκοι (Crocus biflorus subsp nubigena Crocus pallasii subsp pallasii), η μπλε Σκίλλα (Scilla bifolia), το φαρμακευτικό μελισσόχορτο (Melissa officinallis), ο ανθισμένος μωβ βίκος (Vicia villosa), οι μαργαρίτες, (Anthemis chia, Bellis perrenis, Bellis sylvestris), οι παπαρούνες (η κοκκινάδα Papaver rhoeas και η ροζ, Papaver dubium), η φαρμακευτική λαγομηλιά με τους κατακόκκινους καρπούς (Ruscus aculeatus), ο αξίσταρος (Cistus creticus), η αγριολεβάντα (Lavandula stoechas), το μάραθο (Phoeniculum vulgare), η σβυρνιά (Tamus communis), η πανταχού παρούσα Campanula lyrata, o κιτρινωπός Convolvulus scammonia, οι φτέρες (Pteridium aquilninum και άλλες), το παράξενο Laser trilobum, ο κίτρινος Umbilicus luteus, η Saxigraga graeca, ο χειμερινός θάμνος Clematis cirrchosa, η Anchusa hybrida, το Ornithogallum nutans, αποτελούν ελάχιστα από τα είδη που ανθίζουν στον Καστανιώνα! Θεωρείται ότι σχεδόν τα μισά από τα περίπου 1.600 είδη και υποείδη του νησιού φύονται στον βιότοπο του Ολύμπου. Εδώ βρίσκουμε την Σκοντουλάδα, την Πράσινη σαύρα (Lacerta trilineata, με το ανήλικο καφέ με τρεις κίτρινες γραμμές στην πλάτη), το Ασφοντυλάρι, που δεν έχει βλέφαρα (Ophisops elegans), τον τυφλίτη (Σαύρα χωρίς πόδια, Pseudopus apodus), την χερσαία χελώνα (Testudo graeca), την μόνη επικίνδυνη Οθωμανική οχιά ή ασκόντριχα (Montivipera xanthina), τα μεγάλα φίδια, 2-3 μέτρα, Λαφιάτης (Dolichophis jugularis), Σαπίτης (Malpolon insignitus) και Ζαμενής (Hemorrhois nummifer), το σπιτόφιδο (Zamenis situla), το αγιόφιδο (Telescopus fallax), την σαΐτα (Platyceps najadum) και το θαμνόφιδο (Eirenis modestus), όλα αυτά ακίνδυνα και ωφέλιμα. Το αμπελοβαθράκι (Hyla arborea), ο βάτραχος (Pelophylax ridibunda) και το ένα από τα δυο νερόφιδα (η Natrix natrix persa), βρίσκονται στις στέρνες και στα ρέματα. Ο κότσυφας (Turdus merula), η τσίχλα (Turdus phlomelos), ο καλόγιαννος (Erithacus rubecola), ο δρυοκολάπτης (Dendrocopus medius), η καρδερίνα (Carduellis carduellis), ο φλώρος (Carduelis chloris), ο σπίνος (Fringilla coelebs), ο κορυδαλλός (Alauda cristata), τα μικροσκοπικά, τρωγλοδύτης (Troglodytes troglodytes) και σκαρθάκι (Serinus serinus), ο τσαλαπετεινός (Upopa epops), η πανέξυπνη κίσσα (Garrulus glandarius), ο μαυροσκούφος (Sylvia atricapila) και ο μαυροτσιροβάκος (Sylvia maurocephala), οι χειμερινοί κοκκινούρηδες (Phoenicurus phoenicurus και ο ολόμαυρος Phoen. ochruros), η μεγάλη Παπαδίτσα (Parus major) αλλά και η μικρή (Parus coeruleus) και ο επισκέπτης από την Μικρασία Τουρκοτσοπανάκος, (Sitta krueperi), είναι οι πιο συχνοί μόνιμοι κάτοικοι ή επισκέπτες του Καστανιώνα! Σ’αυτόν τον τεράστιο βιότοπο, με την πολύπλοκη γεωμορφολογία και τα διαφορετικά υποστρώματα, η πανίδα συμπληρώνεται με ένα πολύ μεγάλο αριθμό ειδών, από μικρότερα πλάσματα, όπως έντομα, αράχνες, μυριάποδα, οστρακόδερμα και την επιβίωση ακόμα στα νερά του Ποταμίσιου κάβουρα (Potamon ibericum). Σ’ αυτό το υπέροχο τοπίο, που στεφανώνεται από την κορυφή του Ολύμπου, με την βαθυπράσινη λουρίδα του πεύκου και την πολύχρωμη θάλασσα της καστανιάς, την Άνοιξη, η Τρικκοκιά, η Αρκομηλιά, η Αγριοδαμασκηνιά, όταν ανθίζουν, τα ντύνουν όλα με ένα υπέροχο λευκό χρώμα!
Κλείνοντας θα ήθελα να αναφέρω δύο είδη ενδημικών φυτών που βρίσκονται στις δύο ασβεστολιθικές κορφές , που στεφανώνουν τον τόπο! Στον Ολυμπο βρίσκεται η Asperula nitida subsp mytilinica (Γιάννης Μπαζός) και στο Πτροβούνι της Γέρας, ο Astragalus lesbiacus (παλαιότερα A ,trojanus P.Cantargy).
Η κορυφή, ο Αϊ Λιας, παρά την ισοπέδωσή της από κτίσματα, φέρει μια μεγάλη ποικιλία μικρών φυτών, που σε εποχιακές ανθοφορίες, είναι περισσότερα από 50 είδη. Στην ξυλώδη αγριοκερασιά (Prunus prostrata), φωλιάζει η Emberiza caesia. Χαμηλότερα στον κάμπο, εμφανίζεται και η Emberiza cirlus. Στα κτήρια της κορυφής φωλιάζει ένα ασυνήθιστο χελιδόνι, το Ptyonoprogne rupestris, περιφέρεται ο γαλαζοκότσυφας (Monticola solitarius), ενώ εμφανίζεται η Γερακίνα (Buteo buteo), το όρνιο (Corvus corax), το διπλοσάινο (Accipiter gentilis) και άλλα αρπακτικά! Στα μικρά φυτά της κορυφής, που πάντα κάτι θα ανθίζει, διακρίνουμε την Minuartia anatolica, την μικρή Viola heildreichiana, την υπέροχη Veronica grissebachii, την Aubrietta deltoidea, το Aethionema saxatilis, το ενδημικό Alyssum xiphocarpum, μια παραλλαγή της Ziziphora taurica, το Asyneuma laminifolium, την Anthemis cretica, την Silene urvillei, το ενδημικό υποείδος Asperula nitida subsp mytilinica, το Teucrium montanum, την Nepeta sibthorpii, τον Astragalus angustifolius, τον Carduus nutans subsp taygetus, την Saxifraga tridactylites, και άλλα πολλά! Εκεί στα βράχια εμφανίζονται και οι Ασπροκωλίνες Οenanthe hispanica subsp ochroleuca και Oenanthe isabellina! Από εδώ δε εμφανίζεται και το «κροκοδειλάκι» στις σχισμές (Laudakia stellio). Κάτω από την κορυφή και προς τα ανατολικά, έως την εμφάνιση της Καστανιάς, απλώνεται ένα «δάσος» από δένδρα και θάμνους! Ο Κράταιγος ή τρικοκκιά (Crataegus monogyna) και η Αρκομηλιά (Prunus cocomilia), εδώ φθάνουν τα 10 μέτρα και μετά απλώνονται έως κάτω μαζί με τον Βάτο (Rubus sanctus), τις Αγριοτριανταφυλλιές (Rosa canina, Rosa micrantha), τους Πρίνους (Quercus coccifera), τα μικρά ρουπάκια (Quercus pubescens), τον Κότσινα (Phillyrea media), την Αχλαδιά (Pyrus spinosus), την αγριοδαμασκηνιά (Prunus spinosus subsp dasyphylla), τα αγιοκλήματα (Lonicera implexa και L.etrusca), τον κέδρο (Juniperus oxycedrus) και την Τετραμίθρα ή Τσικουδιά (Pistacia terebinthus) με τα υπέροχα κόκκινα φθινοπωρινά χρώματα. Προς τον Ντέντε-Κάμπο φυτρώνει ο Μελιός (Fraxinus angustifolia), στο ενδιάμεσο ένα σύδενδρο πλατάνων (Platanus orientalis). Από εδώ εμφανίζεται η Καμπανούλα (Fritilaria pontica) και η κίτρινη μαργαρίτα (Doronicum orientale), που στολίζει και τον καστανιώνα! Στον Κράταιγο έχουν μπολιάσει τις καλλιεργούμενες Κρανιά (Cornus mas) και Μουμτζιά ή μεσπιλιά (Mespilus germanica). Σ’ όλη την έκταση του βιότοπου, εκτός από τα σαρκοβόρα αλεπού (Vulpes vulpes), κουνάβι (Martes foina) και νυφίτσα (Mustela nivalis) ζουν ο λαγός (Lepus europaeus), ο σκατζόχοιρος, (Erinaceus concolor), ο τυφλοπόντικας (Nanospalax, leucodon), η Crocidura suaveolens και οι άλλες δύο μυγαλές, τα περισσότερα από τα 15! Είδη νυχτερίδων του νησιού, με ενδημικό το υποείδος Myotis blythi subsp lesbiacus, o σκαπτοποντικός με τα μικρά τούνελ (Microtus guentheri), ο πολύ κοινός μαυροποντικός (Rattus rattus), ο δασοποντικός (Apodemus sylvaticus), ο βραχοποντικός) (Apodemus mystacinus και ο κρικοποντικός (Apodemus flavicolis). Τελευταία έχει εισαχθεί στην πανίδα το Αγριογούρουνο (Sus scrofa), το οποίο με τους πολυπληθείς τοκετούς, δημιουργεί προβλήματα. Ο πρωταγωνιστής όμως του καστανιώνα, είναι ο μικρός Ασιατικός Σκίουρος, η Γαλιά (Sciurus anomalus λόγω του διαφορετικού οδοντικού τύπου από τον κοινό σκίουρο), ο μεγαλύτερος φυτευτής καστάνων. Επειδή συναντάται μόνο στην Λέσβο (δυτικότερο όριο εξάπλωσης) προστατεύεται! Στον Καστανιώνα, η ήμερη καστανιά (Castanea sativa) προέρχεται μάλλον από άγρια αυτοφυή παραλλαγή, αφού το αρχαίο της όνομα του Θεόφραστου (Διός Βάλανος), το φέρει γειτονικός στην κωμόπολη λόφος (Βάλανος). Επάνω της αναπτύσσεται το παρασιτικό φυτό Λόρανθος (Loranthus europaeus), με τους κίτρινους σφαιρικούς καρπούς, που τρώει η μεγάλη Τσαρτσάρα, γνωστό είδος τσίχλας (Turdus viscivorus) και εμφανίζεται εποχικά εδώ. Η υπέροχη, προστατευόμενη Παιώνια (Paeonia mascula mascula), ο Γάλανθος (Galanthus elvesii), η Τουλίπα (Tulipa bithynica), η ροζ Παγώνα ή κολχικό (Colchicum bivonae), οι δύο κρόκοι (Crocus biflorus subsp nubigena Crocus pallasii subsp pallasii), η μπλε Σκίλλα (Scilla bifolia), το φαρμακευτικό μελισσόχορτο (Melissa officinallis), ο ανθισμένος μωβ βίκος (Vicia villosa), οι μαργαρίτες, (Anthemis chia, Bellis perrenis, Bellis sylvestris), οι παπαρούνες (η κοκκινάδα Papaver rhoeas και η ροζ, Papaver dubium), η φαρμακευτική λαγομηλιά με τους κατακόκκινους καρπούς (Ruscus aculeatus), ο αξίσταρος (Cistus creticus), η αγριολεβάντα (Lavandula stoechas), το μάραθο (Phoeniculum vulgare), η σβυρνιά (Tamus communis), η πανταχού παρούσα Campanula lyrata, o κιτρινωπός Convolvulus scammonia, οι φτέρες (Pteridium aquilninum και άλλες), το παράξενο Laser trilobum, ο κίτρινος Umbilicus luteus, η Saxigraga graeca, ο χειμερινός θάμνος Clematis cirrchosa, η Anchusa hybrida, το Ornithogallum nutans, αποτελούν ελάχιστα από τα είδη που ανθίζουν στον Καστανιώνα! Θεωρείται ότι σχεδόν τα μισά από τα περίπου 1.600 είδη και υποείδη του νησιού φύονται στον βιότοπο του Ολύμπου. Εδώ βρίσκουμε την Σκοντουλάδα, την Πράσινη σαύρα (Lacerta trilineata, με το ανήλικο καφέ με τρεις κίτρινες γραμμές στην πλάτη), το Ασφοντυλάρι, που δεν έχει βλέφαρα (Ophisops elegans), τον τυφλίτη (Σαύρα χωρίς πόδια, Pseudopus apodus), την χερσαία χελώνα (Testudo graeca), την μόνη επικίνδυνη Οθωμανική οχιά ή ασκόντριχα (Montivipera xanthina), τα μεγάλα φίδια, 2-3 μέτρα, Λαφιάτης (Dolichophis jugularis), Σαπίτης (Malpolon insignitus) και Ζαμενής (Hemorrhois nummifer), το σπιτόφιδο (Zamenis situla), το αγιόφιδο (Telescopus fallax), την σαΐτα (Platyceps najadum) και το θαμνόφιδο (Eirenis modestus), όλα αυτά ακίνδυνα και ωφέλιμα. Το αμπελοβαθράκι (Hyla arborea), ο βάτραχος (Pelophylax ridibunda) και το ένα από τα δυο νερόφιδα (η Natrix natrix persa), βρίσκονται στις στέρνες και στα ρέματα. Ο κότσυφας (Turdus merula), η τσίχλα (Turdus phlomelos), ο καλόγιαννος (Erithacus rubecola), ο δρυοκολάπτης (Dendrocopus medius), η καρδερίνα (Carduellis carduellis), ο φλώρος (Carduelis chloris), ο σπίνος (Fringilla coelebs), ο κορυδαλλός (Alauda cristata), τα μικροσκοπικά, τρωγλοδύτης (Troglodytes troglodytes) και σκαρθάκι (Serinus serinus), ο τσαλαπετεινός (Upopa epops), η πανέξυπνη κίσσα (Garrulus glandarius), ο μαυροσκούφος (Sylvia atricapila) και ο μαυροτσιροβάκος (Sylvia maurocephala), οι χειμερινοί κοκκινούρηδες (Phoenicurus phoenicurus και ο ολόμαυρος Phoen. ochruros), η μεγάλη Παπαδίτσα (Parus major) αλλά και η μικρή (Parus coeruleus) και ο επισκέπτης από την Μικρασία Τουρκοτσοπανάκος, (Sitta krueperi), είναι οι πιο συχνοί μόνιμοι κάτοικοι ή επισκέπτες του Καστανιώνα! Σ’αυτόν τον τεράστιο βιότοπο, με την πολύπλοκη γεωμορφολογία και τα διαφορετικά υποστρώματα, η πανίδα συμπληρώνεται με ένα πολύ μεγάλο αριθμό ειδών, από μικρότερα πλάσματα, όπως έντομα, αράχνες, μυριάποδα, οστρακόδερμα και την επιβίωση ακόμα στα νερά του Ποταμίσιου κάβουρα (Potamon ibericum). Σ’ αυτό το υπέροχο τοπίο, που στεφανώνεται από την κορυφή του Ολύμπου, με την βαθυπράσινη λουρίδα του πεύκου και την πολύχρωμη θάλασσα της καστανιάς, την Άνοιξη, η Τρικκοκιά, η Αρκομηλιά, η Αγριοδαμασκηνιά, όταν ανθίζουν, τα ντύνουν όλα με ένα υπέροχο λευκό χρώμα!
Κλείνοντας θα ήθελα να αναφέρω δύο είδη ενδημικών φυτών που βρίσκονται στις δύο ασβεστολιθικές κορφές , που στεφανώνουν τον τόπο! Στον Ολυμπο βρίσκεται η Asperula nitida subsp mytilinica (Γιάννης Μπαζός) και στο Πτροβούνι της Γέρας, ο Astragalus lesbiacus (παλαιότερα A ,trojanus P.Cantargy).